-
1 παλίουρος
παλίουρος, ἡ, eine Art Dornstrauch, rhamnus paliurus, Theophr. (auch masc.) u. A.; παλιούρου κλάδοι, Eur. Cycl. 393; Theocr. 24, 87; πολυστέλεχος, Zon. 5 (IX, 312).
-
2 παλίουρος
παλίουρος, ἡ, eine Art Dornstrauch, rhamnus paliurus -
3 παλιουρο-φόρος
παλιουρο-φόρος, eine dreizackige Gabel vom Holze des παλίουρος, oder eine eiserne Wurfschaufel mit einem Stiele vom Holze des παλίουρος tragend, Antiphil. 4 (VI, 95), ϑρίναξ, man vermuthet παλινουροφόρος, gegen den Wind worfelnd.
-
4 παλιουροφόρος
παλιουρο-φόρος, eine dreizackige Gabel vom Holze des παλίουρος, oder eine eiserne Wurfschaufel mit einem Stiele vom Holze des παλίουρος tragend -
5 πολυ-στέλεχος
πολυ-στέλεχος, von od. mit vielen Stämmen, παλίουρος, Zonas 5 (IX, 312).
-
6 ὀρόβακχος
ὀρόβακχος, ὁ, die Frucht des παλίουρος, Nic. Ther. 869, nach dem Schol. zur Stelle ἡ ἐξάνϑησις τῶν ῥοιῶν; – aber auch = σκύτινοι ἀσκοί.
-
7 ἐΰῤ-ῥηχος
-
8 ῥάμνος
-
9 ὀρόβακχος
-
10 παλιούρινος
παλιούρινος, aus παλίουρος gemacht -
11 ῥάμνος
См. также в других словарях:
παλίουρος — Christ s thorn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίουρος — Γένος φυτών της οικογένειας των ραμνοειδών. Υπάρχουν 2 είδη, πολύκλαδος και ακανθώδες. Το πρώτο εμφανίζεται στην Ασία και το δεύτερο σε χώρες της Μεσογείου. Στην Ελλάδα ονομάζεται παλιούρα ή παλιούρι. Είναι ακανθώδης θάμνος. Μερικοί υποστηρίζουν… … Dictionary of Greek
παλιούροις — παλίουρος Christ s thorn masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιούρου — παλίουρος Christ s thorn masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιούρους — παλίουρος Christ s thorn masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιούρων — παλίουρος Christ s thorn masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιούρῳ — παλίουρος Christ s thorn masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίουροι — παλίουρος Christ s thorn masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίουρον — παλίουρος Christ s thorn masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιουροφόρος — παλιουροφόρος, ον (Α) φρ. «παλιουροφόρος θρίναξ» τρίκρανο κατασκευασμένο από κορμό τού φυτού παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίουρος + φόρος*] … Dictionary of Greek
παλιούρα — η το φυτό παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. παλίουρος, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek