-
1 изношенный
изно́шенн||ыйприч. и прил παληω-μένος, μεταχειρισμένος / φθαρμένος, τριμμένος (потертый). -
2 παλαίω
πᾰλαίω, [dialect] Aeol. [full] πάλαιμι Hdn.Gr.2.930; [dialect] Boeot. [full] παλήω ib.949: [tense] fut. παλαίσω: [tense] aor. ἐπάλαισα: ( πάλη A):—A wrestle,οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι οὐδὲ παλαίσεις Il.23.621
; καί νύ κε τὸ τρίτον.. πάλαιον ib. 733;παλαίουσ' ἐς τρίς S.Fr.941.13
;οἱ ἐπιστάμενοι παλαίειν Pl.Prt. 350e
;ἐπάλαισαν κάλλιστα Ἀθηναίων Id.Men. 94c
; τὸν παλαίσαντά ποτ' ἐκεῖνον him once famous as a wrestler, D.21.71.2 π. τινί wrestle with one,Φιλομηλείδῃ ἐπάλαισεν Od.4.343
, 17.134;λέοντι Pi.P.9.27
: metaph., wrestle with a calamity, ;φόνῳ Pi.N.8.27
;κακῷ μερμέρῳ E.Rh. 509
;πολλαῖς ζημίαις X.Oec.17.2
.II c. acc., overcome,λόγον λόγῳ παλαιστέον An.Ox.3.216
:—[voice] Pass., παλαισθείς beaten, E. El. 686;οἶνος.. παλαίεσθαι βαρύς Id.Cyc. 678
.
См. также в других словарях:
παλαίω — παλαίω, αιολ. τ. πάλαιμι, βοιωτ. τ. παλήω (Α) παλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. παλαίω εμφανίζει πιθ. επίθημα * ye / yo (πρβλ. κερ αίω, λαγ αίω), οπότε οι τ. τού μέλλ. και αορ. παλαίσω, ἐπάλαισα πρέπει να θεωρηθούν… … Dictionary of Greek