Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πακτῶν

См. также в других словарях:

  • πάκτων — πάκτον pactum neut gen pl πάκτων light boat masc nom/voc sg πακτόω fasten imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πακτόω fasten imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πακτῶν — πακτόω fasten pres part act masc voc sg (doric aeolic) πακτόω fasten pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πακτόω fasten pres part act masc nom sg πακτόω fasten pres inf act (doric) πᾱκτῶν , πηκτή fem gen pl (doric) πᾱκτῶν , πηκτός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάκτωνος — πάκτων light boat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PACTON — Graece Πάκτων, apud Hyginum Charisio laudatum, Ab Actio navigantes stadia quadraginta veniunt ad isthmum Leucadiensium: ibi solent itineris minuendi gratiâ remulcô, quem graeci πάζτωνα dicunt, navem traducere: scapha est, ex pluribus lignis seu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHYLAE seu PHILAE — PHYLAE, seu PHILAE insula Aegypti parva, quam totam urbe ipsâ fere occupari tradit Aristides αὐτόπτης, ex adverso Syenes est, si Plinio fides habenda, cui tamen omnes Geographi contrariantur Strabo enim dicit a Syene curru iter sefecisse, Philas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ξυλοπάκτων — ξυλοπάκτων, ωνος, ὁ (Α) σκάφος για μεταφορά ξυλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πάκτων «είδος λέμβου»] …   Dictionary of Greek

  • πάκτωνας — ο (Α πάκτων, ωνος) μικρή βοηθητική τετράγωνη βάρκα χωρίς καρένα και χωρίς σχηματισμένη πλώρη ή πρύμνη, η οποία μοιάζει περισσότερο με σχεδία και χρησιμεύει για τον καθαρισμό και τη βαφή τού πλοίου αρχ. μικρή βάρκα από ξύλο ιτιάς που… …   Dictionary of Greek

  • πακτωνάριον — πακτωνάριον, τὸ (Α) [πάκτων] λέμβος …   Dictionary of Greek

  • πακτωνίτης — (I) πακτωνίτης, ὁ (Α) κατασκευαστής πάκτωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάκτων «λέμβος» + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)]. (II) πακτωνίτης, ὁ (Α) εκκλησιαστικός αξιωματούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pactum «συνθήκη, ομολογία, συμφωνία»] …   Dictionary of Greek

  • πακτωνοποιός — πακτωνοποιός, ὁ (Α) πακτωνίτης·. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάκτων, ωνος «λέμβος» + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • σκάφιον — τὸ, Α 1. μικρό πλοιάριο («ὁ δὲ πάκτων διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι σκάφιον», Στράβ.) 2. μικρή σκάφη, λεκάνη ή αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, ὅθεν τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», Λυκόφρ.) 3. μικρό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»