-
1 ξυλοπάκτων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλοπάκτων
См. также в других словарях:
πάκτωνας — ο (Α πάκτων, ωνος) μικρή βοηθητική τετράγωνη βάρκα χωρίς καρένα και χωρίς σχηματισμένη πλώρη ή πρύμνη, η οποία μοιάζει περισσότερο με σχεδία και χρησιμεύει για τον καθαρισμό και τη βαφή τού πλοίου αρχ. μικρή βάρκα από ξύλο ιτιάς που… … Dictionary of Greek
σκαφοπάκτων — ωνος, ὁ, Α είδος πλοιαρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφος (ΙΙ) + πάκτων «μικρή βάρκα από ξύλο ιτιάς»] … Dictionary of Greek