-
1 запаковать
-
2 упаковывать
συσκευάζω, πακετάρω (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > упаковывать
-
3 запаковать
запаковатьсов, запаковывать несов πακετάρω, ἀμπαλλάρω, συσκευάζω. -
4 расфасбвывать
расфас||бвыватьнесов συσκευάζω, ἀμπαλλάρω, πακετάρω. -
5 упаковывать
упак||овыватьнесов συσκευάζω, δεματώνω, ἀμπαλλάρω, πακετάρω. -
6 запаковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запакованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. συσκευάζω, πακετάρω, αμπαλλάρω.συσκευάζομαι, πακετάρομαι.. -
7 паковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пакованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. συσκευάζω, αμπαλάρω πακετάρω• διευθετώ, τακτοποιώ. -
8 расфасовать
ρ.σ.μ. συσκευάζω, πακετάρω,αμπαλάρω. -
9 укупорить
ρ.σ.μ.1. βουλώνω, σφραγίζω καλά (δοχείο).2. (απλ.) συσκευάζω• πακετάρω. -
10 упаковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упакованный, βρ: -вал, -а, -оρ.σ.μ. συσκευάζω, αμπαλάρω• (σε πακέτα) πακετάρω•(σε κιβώτια) εγκιβωτίζω, κασελιάζω• (σε σάκκους) σακκιάζω, τσουβαλιάζω• (σε καλάθια) καλά-θιάζω, κοφινιάζω.1. συσκευάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. ετοιμάζω τα πράγματα (πριν την αναχώρηση μου). -
11 фасовать
-сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. фасованный, βρ: -вал, -а, -оπακετάρω-συσκευάζω εμπόρευμα.πακετάρομαι, συσκευάζομαι.
См. также в других словарях:
πακετάρω — πακετάρω, πακετάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πακετάρω — [πακέτο] συσκευάζω σε πακέτο … Dictionary of Greek
πακετάρω — πακετάρισα, πακεταρίστηκα, πακεταρισμένος, συσκευάζω κάτι κάνοντάς το πακέτο, δέμα: Σε μία μέρα πακετάρισα χίλια ζευγάρια παπούτσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πακετάρισμα — το [πακετάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακετάρω, συσκευασία σε πακέτο … Dictionary of Greek