-
1 παιώνιος
A belonging to Paeon or medicine, healing, χείρ, χεῖρες, A.Supp. 1066 (lyr.), S.Ph. 1345, Ar.Ach. 1223; ; : in later Prose, Jul.Or.8.240b: c. gen.,χρυσὸς ἔρωτος ἀεὶ παιώνιος AP 9.420
(Antip.):—fem. [full] παιωνιὰς σοφίη, healing art, medicine, ib.11.382.6 (Agath.); also [full] παιωνὶς τέχνη, S.E.M.1.51; cf. παιόνιος.2 Subst. [full] Παιώνιος, ὁ, healer, c. gen., S.Tr. 1208; Παιωνία, epith. of Athena, Paus.1.2.5, etc.d [full] Παιώνια, τά, festival of Paeon, Ar.Ach. 1213.II κέλαδος οὐ π. un like a song of victory, A.Pers. 605.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιώνιος
См. также в других словарях:
παιωνίς — παιωνίς, ἡ (Α) (ανώμ. τ.) βλ. παιώνιος … Dictionary of Greek
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek