-
1 παιωνίς
-
2 παιωνίς
παιωνίς, ίδος, ἡ, τέχνη, Arzneikunst. So heißen auch die Nymphen -
3 παιωνιάς
См. также в других словарях:
παιωνίς — παιωνίς, ἡ (Α) (ανώμ. τ.) βλ. παιώνιος … Dictionary of Greek
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek