-
1 παιπαλοεις
(Ἰθάκη, ὄρος, σκοπιή, ὁδός Hom.; Κύνθος HH.; βῆσσαι Hes.)
См. также в других словарях:
παιπαλόεις — παιπαλόεις, εσσα, εν (Α) (επικ. τ.) 1. τραχύς, απότομος, απόκρημνος («ἐξ ὄρεος κατεβήσετο παιπαλόεντος», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με ορεινές οδούς ή ατραπούς) αυτός που έχει πολλές στροφές, ανώμαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παιπάλη] … Dictionary of Greek
παιπαλόεις — rugged masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιπαλόεν — παιπαλόεις rugged masc voc sg παιπαλόεις rugged neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιπαλόεντα — παιπαλόεις rugged neut nom/voc/acc pl παιπαλόεις rugged masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιπαλοέντων — παιπαλόεις rugged masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιπαλοέσσης — παιπαλόεις rugged fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιπαλοέσσῃ — παιπαλόεις rugged fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιπαλοέσσῃς — παιπαλόεις rugged fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιπαλόεντος — παιπαλόεις rugged masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιπαλόεσσα — παιπαλόεις rugged fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιπαλόεσσαι — παιπαλόεις rugged fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)