-
1 παιδ-ολετήρ
παιδ-ολετήρ, ῆρος, ὁ, Kindermörder, VLL.
-
2 παιδολετήρ
A child-slaying, Suid.:—fem. [suff] παιδ-ολέτειρα, ἡ, murderess of her children, E.Med. 849(lyr.), APl.4.138.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδολετήρ
-
3 παιδολετήρ
παιδ-ολετήρ, ῆρος, ὁ, Kindermörder
См. также в других словарях:
ταυρολέτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που αφανίζει, που καταστρέφει ταύρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ολέτωρ (< ὄλλυμι, πρβλ. ὀλετήρ), πρβλ. παιδ ολέτωρ] … Dictionary of Greek