-
1 παιδ-ολέτις
παιδ-ολέτις, ιδος, ἡ, = παιδολέτειρα, λαμπάς, Epigr. in Cyzic. 3 (III, 3).
-
2 παιδολέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδολέτις
-
3 παιδολετις
(λαμπάς, sc. Ἀμύντορος Anth.)
См. также в других словарях:
πτηνολέτις — ιδος, ἡ, Μ αυτός που αφανίζει τα πουλιά («δίκτυον... πτηνολέτιν νεφέλην», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνόν + ὀλέτις, θηλ. τού ὀλέτης «καταστροφέας» (πρβλ. παιδ ολέτις)] … Dictionary of Greek