-
1 παιδόω
-
2 παιδοῦς
-
3 παιδοῦς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδοῦς
См. также в других словарях:
παιδούς — παιδοῡς, οῡσσα και οῡσα, οῡν και παιδόεις, όεσσα, όεν (ΑΜ) 1. αυτός που έχει άφθονα παιδιά 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοῡσα η έγκυος γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + όεις* / οῦς] … Dictionary of Greek