-
1 παιδικός
παιδικός, das Kind, den Knaben oder das Mädchen betreffend, kindisch, knabenhaft, mädchenhaft; Ar. Lys. 415; ἄϑλημα, Plat. Legg. VIII, 873 c, öfter; ἡλικία, Knabenalter, Plut.; μαϑήματα, Pol. 9, 21, 4; οὐδὲν ἠρώτα παιδικόν, Plut. Alex. 5; im Gegensatz von παρϑένιος, αὐλός, Arist. H. A. 7, 1. – Bes. = den geliebten Knaben betreffend, ὁ παιδικὸς ἔρως, Plat. Rep. X, 608 a; gew. τὰ παιδικά, der Liebling, auf eine Person gehend; ἥδομαι τοῖς παιδικοῖσι, Eur. Cycl. 580; Ar. Vesp. 1025; παιδικά ποτε ὢν αὐτοῦ, Thuc. 1, 132; στρατόπεδον ἐραστῶν καὶ παιδικῶν, Plat. Conv. 178 e; λέγεσϑαι αὐτὸν παιδικὰ τοῦ Παρμενίδου γεγονέναι, Parmen. 127 b; Xen. Mem. 2, 1, 24; auch übertr. die Lieblingsbeschäftigung, τὴν φιλοσοφίαν, τὰ ἐμὰ παιδικά, παῦσον ταῠτα λέγουσαν, Plat. Gorg. 482 a, d. i. meine Geliebte; selten vom geliebten Mädchen; comic. bei Phot. p. 369, 4; παιδικὸς λόγος, eine Liebesgeschichte, Xen. Cyr. 1, 4, 27, vgl. Lob. Phryn. 420. – Adv., παιδικῶς καὶ φιλικῶς ἔφη, Plat. Lys. 211 a; Ggstz von σπουδαίως, Crat. 406 c, wie auch das adj. für scherzhaft, spaßhaft gebraucht ist, Xen. Ages. 8, 2 u. Folgde, wie Pol. 3, 11, 7; Plut. Thes. 8.
-
2 παιδικός
παιδικός, das Kind, den Knaben oder das Mädchen betreffend, kindisch, knabenhaft, mädchenhaft; ἡλικία, Knabenalter. Bes. = den geliebten Knaben betreffend; gew. τὰ παιδικά, der Liebling, auf eine Person gehend; übertr. die Lieblingsbeschäftigung; παιδικὸς λόγος, eine Liebesgeschichte; adj. scherzhaft, spaßhaft -
3 παιδεινής
παιδεινής, ές, = παιδικός, Choerob. in ll. A. 1408.
См. также в других словарях:
παιδικός — of a child masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικός — ή, ὁ (ΑΜ παιδικός, ή, όν) [παῖς, παιδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.) 2. παιδαριώδης,… … Dictionary of Greek
παιδικός σταθμός — Ειδικό παιδαγωγικό ίδρυμα που δέχεται, κατά κανόνα, παιδάκια 3 5 ετών, δηλαδή πριν από το δημοτικό σχολείο. Η εμφάνισή του, μετά το προηγούμενο των αιθουσών φύλαξης, είναι εντελώς σύγχρονη, συνδεδεμένη με την εμφάνιση και διάδοση του… … Dictionary of Greek
παιδικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται, που ανήκει σε παιδιά, που έχει σχέση με παιδιά: Η τεχνολογία στα παιδικά παιχνίδια έκανε καταπληκτική πρόοδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδικώτερον — παιδικός of a child adverbial comp παιδικός of a child masc acc comp sg παιδικός of a child neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικαῖς — παιδικός of a child fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικαί — παιδικός of a child fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικοί — παιδικός of a child masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικούς — παιδικός of a child masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικῆς — παιδικός of a child fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικῇ — παιδικός of a child fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)