-
1 παιδαγωγικος
-
2 παιδαγωγικός
παιδαγωγικόςsuitable to a teacher: masc nom sg -
3 παιδαγωγικός
η, ό[ν] педагогический -
4 παιδαγωγικός
[пэдагогикос] εκ. педагогический, воспитательныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παιδαγωγικός
-
5 παιδαγωγικός
[пэдагогикос] επ педагогический, воспитательный. -
6 παιδαγωγικός
A suitable to a teacher or trainerπαρρησία M.Ant. 11.6
, cf. Plu.2.124d; ἡ -κὴ τῶν νοσημάτων ἰατρική system of medicine which waits upon diseases, Pl.R. 406a; ὁ -κός (sc. λόγος), title of a treatise on education by Cleomenes the Cynic, D.L.6.75. Adv.- κῶς Plu.2.73a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδαγωγικός
-
7 παιδαγωγικός
παιδ-αγωγικός, ή, όν, den παιδαγωγός betreffend, zur Erziehung gehörig, geschickt; ἡ παιδαγωγική, die Erziehungskunst. Übh. pflegend -
8 παιδαγωγικά
παιδαγωγικόςsuitable to a teacher: neut nom /voc /acc plπαιδαγωγικά̱, παιδαγωγικόςsuitable to a teacher: fem nom /voc /acc dualπαιδαγωγικά̱, παιδαγωγικόςsuitable to a teacher: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 παιδαγωγικόν
παιδαγωγικόςsuitable to a teacher: masc acc sgπαιδαγωγικόςsuitable to a teacher: neut nom /voc /acc sg -
10 παιδαγωγικώτατα
παιδαγωγικόςsuitable to a teacher: adverbial superlπαιδαγωγικόςsuitable to a teacher: neut nom /voc /acc superl pl -
11 παιδαγωγική
παιδαγωγικόςsuitable to a teacher: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 παιδαγωγικήν
παιδαγωγικόςsuitable to a teacher: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 педагогический
-
14 педагог
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > педагог
-
15 воспитательный
воспи́т||ательныйприл παιδαγωγικός, ἀναμορφωτικός, διαπαιδαγωγητικός, διδακτικός. -
16 педагогический
педагог||и́ческийприл παιδαγωγικός:\педагогическийи́ческий техникум τό διδασκαλεῖο[ν]· \педагогическийи́ческий институт τό παιδαγωγικό Ινστιτοῦτο, ἡ ἀνωτάτη παιδαγωγική σχολή. -
17 παιδαγωγική
-
18 παιδαγωγικῇ
-
19 παιδαγωγικής
-
20 παιδαγωγικῆς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παιδαγωγικός — suitable to a teacher masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικός — ή, ὁ (Α παιδαγωγικός, ή, όν) [παιδαγωγός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδαγωγό ή στην παιδαγωγία νεοελλ. φρ. «παιδαγωγική επιστήμη» ή, απλώς, «παιδαγωγική» η επιστήμη που ασχολείται με την αγωγή και τη μόρφωση τών παιδιών (1. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
παιδαγωγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδαγωγική επιστήμη: Το έργο του καθηγητή είναι παιδαγωγικό. 2. το θηλ. ως ουσ., η παιδαγωγική επιστήμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδαγωγικά — παιδαγωγικός suitable to a teacher neut nom/voc/acc pl παιδαγωγικά̱ , παιδαγωγικός suitable to a teacher fem nom/voc/acc dual παιδαγωγικά̱ , παιδαγωγικός suitable to a teacher fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικόν — παιδαγωγικός suitable to a teacher masc acc sg παιδαγωγικός suitable to a teacher neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικώτατα — παιδαγωγικός suitable to a teacher adverbial superl παιδαγωγικός suitable to a teacher neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικαῖς — παιδαγωγικός suitable to a teacher fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικοῦ — παιδαγωγικός suitable to a teacher masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικῆς — παιδαγωγικός suitable to a teacher fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικῇ — παιδαγωγικός suitable to a teacher fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγική — παιδαγωγικός suitable to a teacher fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)