-
1 τρελ(λ)αίνω
(αόρ. (ε)τρέλανα, παθ. αόρ. τρελάθηκα) μετ. сводить с ума (тж. перен.);§ τρελ(λ)αίνω κάποιον στο ( — или απ' τό) ξύλο — избивать до полусмерти;
τρελ(λ)αίνομαι — сходить с ума;
τρελ(λ)αίνομαι γιά κάποιον (κάτι) — безумно любить кого-л. (что-л.)' сходить с ума по ком-л. (по чему-л.)
-
2 τρελ(λ)αίνω
(αόρ. (ε)τρέλανα, παθ. αόρ. τρελάθηκα) μετ. сводить с ума (тж. перен.);§ τρελ(λ)αίνω κάποιον στο ( — или απ' τό) ξύλο — избивать до полусмерти;
τρελ(λ)αίνομαι — сходить с ума;
τρελ(λ)αίνομαι γιά κάποιον (κάτι) — безумно любить кого-л. (что-л.)' сходить с ума по ком-л. (по чему-л.)
-
3 ξετρελ(λ)αίνω
(αόρ. (ε)ξετρέλ(λ)ανα, παθ. αόρ. (ε)ξετρελ(λ)άθηκα) 1. μετ. сводить с ума;2. αμετ., тж. ξετρελ(λ)αίνομαι — сходить с ума; — быть без ума;
είναι ξετρελλαμένος με το θέατρο он помешан на театре -
4 ξετρελ(λ)αίνω
(αόρ. (ε)ξετρέλ(λ)ανα, παθ. αόρ. (ε)ξετρελ(λ)άθηκα) 1. μετ. сводить с ума;2. αμετ., тж. ξετρελ(λ)αίνομαι — сходить с ума; — быть без ума;
είναι ξετρελλαμένος με το θέατρο он помешан на театре
См. также в других словарях:
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)αίνω — Α [σκιρός / σκῑρος] (συν. το παθ.) σκιρ(ρ)αίνομαι (για σίδηρο) γίνομαι σκληρός, σκληραίνω με βαφή … Dictionary of Greek