-
1 изгладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изглаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. (για επιφάνεια) λιαίνω, ομαλύνω, ισιώνω.2. μτφ. εξαλείφω, απαλείφω, αποσβήνω, αφαιρώ, διαγράφω•изгладить из памяти εξαλείφω από τη μνήμη•
изгладить печальное воспоминание διώχνω τη θλιβερή ανάμνηση.
|| αδυνατίζω, μαλακώνω.λι-αίνομαι, ομαλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)αίνω — Α [σκιρός / σκῑρος] (συν. το παθ.) σκιρ(ρ)αίνομαι (για σίδηρο) γίνομαι σκληρός, σκληραίνω με βαφή … Dictionary of Greek