Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παθικός

См. также в других словарях:

  • παθικός — παθικός, ή, όν (Α) [πάθος] αυτός που συμπεριφέρεται με παθητικό τρόπο σε ερωτική συνεύρεση, που προσφέρει τον εαυτό του σε ασέλγεια, ο κίναιδος …   Dictionary of Greek

  • παθικόν — παθικός remaining passive masc acc sg παθικός remaining passive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Page — (franz., spr. pāsche, die Herkunft des Wortes ist strittig; nach Holthausen v. lat. pathicus, griech. παϑικὸς, »Lustknabe«), Edelknabe. Schon im alten Orient und bei den Römern war es Sitte, schöne, reichgekleidete Knaben zur Bedienung zu halten …   Meyers Großes Konversations-Lexikon

  • παθικεύομαι — (Α) [παθικός] φέρομαι με παθητικό τρόπο στην ερωτική συνεύρεση, είμαι κίναιδος …   Dictionary of Greek

  • παθοποιός — παθοποιός, όν (ΑΜ) αυτός που προκαλεί τα πάθη, τις νόσους αρχ. αστρολ. παθικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»