-
1 залог
I залог I м 1) (предмет) το ενέχυρο 2) перен.: \залог мира η εγγύηση της ειρήνης II залог II м гром. η φωνή* действительный (страдатель ный. средний) \залог η ενεργητική ( παθητική, μέση) φωνή* * *I м1) ( предмет) το ενέχυρο2) перен.II м грам.зало́г ми́ра — η εγγύηση της ειρήνης
действи́тельный (страда́тельный, сре́дний) зало́г — η ενεργητική (παθητική, μέση) φωνή
-
2 возвратный
επ.1. της επιστροφής, της επανόδου•возвратный путь οδός επιστροφής•
на -ом пути στην επιστροφή, επιστρέφοντας.
|| υπόστροφος•возвратный тиф υπόστροφος τύφος.
2. με επιστροφή•-ая ссуда δάνειο με επιστροφή.
3. (γραμμ.):-ое местоимение αυτοπαθής αντωνυμία•
возвратный глагол ρήμα παθητικό (παθητικής φωνής)•
-ая форма глагола η παθητική φωνή•
возвратно-средний глагол ρήμα μέσης διάθεσης•
возвратный залог глагола η παθητική διάθεση του ρήματος.
-
3 вибратор
1. (антенна) η διπολική κεραία* пассивный - παθητική - 2. (механизм для уплотнения грунта и т.п.) о δονητήςэлектромоторный (маш) - ηλεκτρικός -, ηλεκτροκίνητος -3. (преобразователь электрического сигнала в механические колебания или наоборот) о ταλαντωτήςкварцевый - (датчик ультразвуковых установок гидролокатора) κρυσταλλικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вибратор
-
4 залог
1. (обеспечение ссуды) η ενεχυ-ρίασ/η, η υποθήκευση, η εγγύηση 2. (предмет) το ενέχυρο, η υποθήκη 3. грам. η διάθεση, η φωνή 4. (с - χ.) см. залежь (во 2 знач).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залог
-
5 пассив
1. (бухг.) το παθητικό 2. грам. η παθητική φωνή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пассив
-
6 просклонять
грам. κλίνω (ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, παθητική μετοχή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просклонять
-
7 склонять
грам. κλίνω (ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, παθητική μετοχή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > склонять
-
8 залог
залог Iм1. (действие) ἡ ἐνεχυρίαση [-ις], ἡ ὑποθήκευση [-ις]·2. (предмет залога) τό ἐνέχυρο, ἡ ἐγγύηση [-ις], τ) ὑποθήκη / τό καπάρο (денежный):отдавать в \залогενεχυριάζω, βάζω ἐνέχυρο· выкупать из \залога ἐξαγοράζω τό ἐνέχυρο, ἀποσβήνω, ἐξαλείφω τήν ὑποθήκη· под \залог чего́-л. (о недвижимости) ὑποθηκεύω, βάζω ὑπο-θήκην освободить под \залог ἀπελευθερώνω μέ ἐγγύηση·3. перен ἡ ἐγγόηση [-ις]:\залог ми́ра ἡ ἐγγύηση τής είρήνης· \залог дружбы ἡ ἐγγύηση φιλίας· в \залог чего́-л. σάν ἐγγύηση.залог IIм грам. ἡ φωνή:действительный \залог ἡ ἐνεργητική φωνή· страдательный \залог ἡ παθητική φωνή· средний \залог ἡ μέση φωνή. -
9 пассив
пассивм1. грам. ἡ παθητική φωνή·2. бухг. τό παθητικό[ν]. -
10 пассивный
пасси́вн||ыйприл παθητικός / νωθρός (о человеке):\пассивныйое сопротивление ἡ παθητική ἀντίσταση· ◊ \пассивныйое избирательное право ἡ ἐκλεξιμότης. -
11 страдательный
страдательныйприл:\страдательный залог грам. ἡ παθητική φωνή. -
12 залог
залог 1-а α.1. εγγύηση•залог мира εγγύηση ειρήνης•
чистота залог здоровья η καθαριότητα είναι εγγύηση για την υγεία•
освободить под залогом απελευθερώνω με εγγύηση.
2. υποθήκη ενέχυρο, αμανάτι•отдать в залог βάζω υποθήκη.
|| καπάρος, προκαταβολή.3. τεκμήριο, δείγμα, εχέγγυο•залог дружбы δείγμα φιλίας.
залог 2-а α.(γραμμ.) διάθεση•действительный залог ενεργητική διάθεση•
возвратно-средний залог ουδέτερη διάθεση•
страдательный залог παθητική διάθεση.
залог 3-а α.(διαλκ.) πολυετή χέρσα εδάφη. -
13 пассив
-а α. (οικον.). το παθητικό. || μτφ. οι αρνητικές πλευρές, τα αρνητικά, τα μειονεκτήματα.(γραμμ.) παθητική διάθεση των ρημάτων. -
14 пассивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. αδρανής• παθητικός ανεπηρέαστος• απαθής•-ая борьба παθητικός αγώνας•
пассивный наблюдатель παθητικός παρατηρητής•
пассивный характер παθητικός χαρακτήρας•
-ое участие παθητική συμμετοχή.
2. (οικον.) παθητικός, που έχει παθητικό.3. (γραμμ.) παθητικός.εκφρ.- ое избирательное право – η εκλεζιμότητα. -
15 созерцательность
-и θ.1. παρατήρηση• ενατένιση• θέα, θώρημα.2. θωρητικότητα• παθητικότητα, παθητική θεώρηση της πραγματικότητας. -
16 страдательность
-и θ. (γραμμ.) η παθητική διάθεση του ρήματος. -
17 страдательный
επ.1. παλ. δεινοπαθημένος, ταλαίπωρος, -ρημένος.2. (γραπ. λόγος) παθητικός, απαθής, αδιάφορος.3. (γραμμ.) παθητικός•страдательный залог παθητική διάθεση των ρημάτων.
См. также в других словарях:
παθητικῇ — παθητικός capable of emotion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητική — παθητικός capable of emotion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… … Dictionary of Greek
παθητικῆι — παθητικῇ , παθητικός capable of emotion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει … Dictionary of Greek
Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… … Deutsch Wikipedia
Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
αεράμυνα — Η οργάνωση των πολεμικών μέσων και των πολιτών μιας χώρας, με αντικειμενικό σκοπό την εξουδετέρωση της εχθρικής απειλής που εκδηλώνεται από τον αέρα. Η α. είναι ενεργή και παθητική. Την ενεργή συγκροτούν τα αεροπλάνα αναχαίτισης των εχθρικών, τα… … Dictionary of Greek
συμφόρηση — (Ιατρ.). Μεγάλη συγκέντρωση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου (υπεραιμία). Αν το αίμα που μαζεύτηκε είναι αρτηριακό, η σ. λέγεται ενεργητική ή αρτηριακή. Αν όμως το αίμα έμεινε στο όργανο και στάλωσε στις φλέβες, λέγεται παθητική ή φλεβική. Στην… … Dictionary of Greek