-
1 μέση
[мэси] ουσ. Θ. середина,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέση
-
2 μέση μεριάζω
[мэсимэрьязо] р. оставаться до полудня,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέση μεριάζω
-
3 Средняя Азия
-
4 значение
1. (размер величины) η τιμήпринимать - λαμβάνω την -, δέχομαι την -главное - κύρια -,действующее - см. среднеквадратичное -истинное - (стат.мат.) πραγματική -стационарное - см. установившееся -характерное - αντιπροσωπευτική -, χαρακτηριστική -2. (важность) η σημασία, η σπουδαιότητα 3. (смысл, содержание) η έννοια, το νόημαдвоякое - διπλή -, διφορούμενη -переносное - слова лингв. η μεταφορική σημασία της λέξηςпрямое - слова лингв. η κύρια σημασία της λέξης, η κυριολεξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > значение
-
5 поясница
поясница ж η μέση* у меня болит \поясница η μέση μου πονάει* * *жη μέσηу меня́ боли́т поясни́ца — η μέση μου πονάει
-
6 средний
-яя, -ееεπ.μεσαίος, μέσος, μεσιανός•-ее окно μεσαίο παράθυρο•
-яя годовая температура η μέση ετήσια θερμοκρασία.
|| κεντρικός•-яя азия Μέση ή Κεντρ ική Ασία.
|| μέτριος•средний ученик μέτριος μαθητής.
εκφρ.в -ем – κατά μέσο όρο•высше -его – παραπάνω από το μέσο όριο ή το κανονικό•ниже -его – κάτω του μέσου ορίου ή του κανονικού•не что -ее – κάτι το μέσο, το ενδιάμεσο, το μεταξύ•- ее образование – η μέση μόρφωση, ηδε-κατάξια (γυμνασιακή)•средний палец – το μεσαίο δάχτυλο•- ее ухо – το μεσαίο αυτί•- яя школа – το μεσαίο (δεκατάξιο) σχολείο•- их лет – μέσης ηλικίας•средний залог – (γραμμ.) η μέση διάθεση των ρημάτων. -
7 талия
талия 1-и θ.η μέση, η οσφύς•тонкая талия η λεπτή μέση (του σώματος).
|| μέρος του ενδύματος•платье с высокой -ей φόρεμα με ψηλά τη μέση.
εκφρ.без -ии – χωρίς μέση, ευθύς (όχι μεσάτο)•в -ю – (για φόρεμα) μεσάτο.талия 2κ. талья, -и θ. παλ..1. το κόψιμο των παιγνιόχαρτων στα δυό.2. ο γύρος του χαρτοπαιγνίου. -
8 средний
1. (о значении, положении, качестве) μέσος, μεσαίος 2. (промежуточный по своим признакам, свойствам и т.п. между двумя крайними величинами) μέσ/ος 3. (ο качестве) μέτριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > средний
-
9 посреди
посреди, посредине1. предлог στή, μέση, στά κατάμεσα, ἐΙς τό μέσον. ·\посреди*, у́лицы στήν μέση τοῦ δρόμου·2. нареч ἀνάμεσα, στό κέντρο, στή μέση, ἐν τω μέσω. 4 -
10 посредине
посреди, посредине1. предлог στή, μέση, στά κατάμεσα, ἐΙς τό μέσον. ·\посредине*, у́лицы στήν μέση τοῦ δρόμου·2. нареч ἀνάμεσα, στό κέντρο, στή μέση, ἐν τω μέσω. 4 -
11 средний
средн||ий1. прил μεσαίος, μέσος:\среднийее у́хо стат. τό μέσον ούς·2. прил (взятый в среднем) μέσος:\среднийяя выработка ἡ μέση παραγωγή·3. прил (посредственный) разг μέτριος:\среднийие способности οἱ μέτριες ικανότητες·4. прил грам.:\средний род τό ούδέτερον γένος· \средний залог ἡ μέση φωνή ρήματος· ◊ \средний палец ὁ μεσαίος δάκτυλος· \среднийие века ὁ μεσαίων[ας]· \среднийее образование ἡ μέση ἐκπαίδευση· \среднийяя школа τό σχολεῖον μέσης ἐκπαιδεύσεως· 5. -
12 поясной
επ.1. της ζώνης•поясной ремень (στρατ.) ο ζωστήρας•
- ая фляжка (στρατ.) υδροδοχείο (παγούρι).
2. μέχρι τη μέση•поясной портрет πορτρέτο ως τη μέση.
εκφρ.поясной поклон – βαθιά υπόκλιση (μέχρι τη μέση). -
13 середина
-ы θ.η μέση, το μέσον• το κέντρο• η καρδιά•в -е пути στη μέση του δρόμου ή στα μισά του δρόμου•
бросить дело на -е παρατώ την υπόθεση στα μισά•
середина круга το κέντρο του κύκλου•
в -е зимы στην καρδιά του χειμώνα•
в -е века στα μέσα του αιώνα.
|| ενδιάμεση θέση, κέντρο, ουδετερότητα•держаться -ы κρατώ μεσαβέζικη θέση (στάση)•
в самой -е καταμεσής•
в самой -е дня το καταμεσήμερο•
в -е στη μέση, στο μέσο, στο κέντρο.
εκφρ.середина на половину – βλ. ίδια έκφραση στη λ. серединка. -
14 залог
I залог I м 1) (предмет) το ενέχυρο 2) перен.: \залог мира η εγγύηση της ειρήνης II залог II м гром. η φωνή* действительный (страдатель ный. средний) \залог η ενεργητική ( παθητική, μέση) φωνή* * *I м1) ( предмет) το ενέχυρο2) перен.II м грам.зало́г ми́ра — η εγγύηση της ειρήνης
действи́тельный (страда́тельный, сре́дний) зало́г — η ενεργητική (παθητική, μέση) φωνή
-
15 образование
I образование Ι с (просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωση· начальное (среднее. высшее) \образование η στοιχειώδης ( μέση, ανώτατη) εκπαίδευση· техническое \образование η τεχνική μόρφωση* получить \образование αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου II образование II с (создание) ο σχηματισμός* * *I с( просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηнача́льное (сре́днее, вы́сшее) образова́ние — η στοιχειώδης (μέση, ανώτατη) εκπαίδευση
техни́ческое образова́ние — η τεχνική μόρφωση
II сполучи́ть образова́ние — αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου
( создание) ο σχηματισμός -
16 пополам
пополам 1) (на две равные части) στη μέση, στα δυο 2) (наполовину) μισό και μισό* * *1) ( на две равные части) στη μέση, στα δυο2) ( наполовину) μισό και μισό -
17 посередине
-
18 посреди
-
19 середина
середина ж η μέση; το κέντρο (центр)' в \серединае στα μέσα* * *жη μέση; το κέντρο ( центр)в середи́не — στα μέσα
-
20 среди
среди 1) (между) ανάμεσα, μεταξύ 2) (посредине) μέσα, στη μέση; \среди ночи (τα) μεσάνυχτα* * *1) ( между) ανάμεσα, μεταξύ2) ( посредине) μέσα, στη μέσηсреди́ но́чи — (τα) μεσάνυχτα
См. также в других словарях:
μέση — mese fem nom/voc sg (attic epic ionic) μέσης a wind between masc voc sg μέσος b fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσῃ — μέση mese fem dat sg (attic epic ionic) μέσης a wind between masc dat sg (attic epic ionic) μέσος b fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… … Dictionary of Greek
μέση — η 1. το μέσο κάθε πράγματος: Έκοψα το ψωμί στη μέση. 2. μέρος του ανθρώπινου σώματος μεταξύ λαγόνων και θώρακα: Στη μέση φορούσε μια εντυπωσιακή ζώνη. 3. το μέσο μιας χρονικής διάρκειας: Παράτησε το σχολείο στη μέση της χρονιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέση Ανατολή — Όρος που σχετίζεται περισσότερο με τη διεθνή πολιτική και λιγότερο με τα γεωγραφικά όρια, τα οποία, ωστόσο, εκτείνονται από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου μέχρι περίπου το Πακιστάν. Βλ. λ. Μεσανατολικό … Dictionary of Greek
μέση ισημερία — (Αστρον.). Αποτελεί τη θέση της εαρινής ισημερίας, αν γίνει διόρθωση της πραγματικής ισημερίας για τις μικρές περιοδικές μετατοπίσεις που οφείλονται στην ταλάντευση του άξονα της Γης. Οι συντεταγμένες στους αστρικούς χάρτες και καταλόγους συνήθως … Dictionary of Greek
Μέση Παλαιοκαρυά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 75 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Καρδίτσης, ΝΔ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύλης … Dictionary of Greek
μέση πλάκα — Λεπτό μεσοκυττάριο στρώμα, το οποίο συντίθεται από πολυσακχαρίτες, που καλούνται πηκτίνες. Η μ.π. χρησιμεύει στο να συγκρατεί τα φυτικά κύτταρα μεταξύ τους, ενώ εκατέρωθέν της εναποτίθενται τα συστατικά του κυτταρικού τοιχώματος των γειτονικών… … Dictionary of Greek
Μέση Ποταμιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 75 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα του νησιού, ΝΑ της πόλης της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέση Συνοικία Τρικάλων — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.500 μ., 214 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου … Dictionary of Greek
μέσηι — μέσῃ , μέση mese fem dat sg (attic epic ionic) μέσῃ , μέσης a wind between masc dat sg (attic epic ionic) μέσῃ , μέσος b fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)