-
1 παγ-κρατιαστικός
παγ-κρατιαστικός, ή, όν, den Pankratiasten betreffend; τέχνη, Plat. Euthyd. 272 a; ὁ παγκρ., der sich auf den Kampf im Pankration versteht, nach Arist. rhet. 1, 5 ὁ ϑλίβειν καὶ κατέχειν (αλαιστικός) καὶ ὦσαι τῇ πληγῇ (πυκτικός) δυνάμενος. – Adv., Poll. 3, 150.
-
2 παγκρατιαστικός
παγ-κρατιαστικός, ή, όν, den Pankratiasten betreffend; ὁ παγκρ., der sich auf den Kampf im Pankration versteht -
3 παγκρατιαστικος
I3относящийся к всеборью(τέχνη Plat.)
IIὅ панкратиаст(ὅ δυνάμενος θλίβειν καὴ κατέχειν παλαιστικός (sc. ἐστιν), ὅ δὲ ὦσαι τᾖ πληγῇ - πυκτικός, ὅ δ΄ ἀμφοτέροις τούτοις - π. Arst.)