Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παγκρατιαστικός

См. также в других словарях:

  • παγκρατιαστικός — παγκρατιαστικός, ή, όν (Α) [παγκρατιαστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο παγκράτιο («παγκρατιαστική τέχνη», Πλάτ.) 2. ο έμπειρος στο παγκράτιο, ο ικανός παγκρατιαστής. επίρρ... παγκρατιαστικῶς (Α) με την παγκρατιαστική τέχνη …   Dictionary of Greek

  • παγκρατιαστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατιαστικῇ — παγκρατιαστικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατιαστική — παγκρατιαστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατιαστικήν — παγκρατιαστικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατιαστικῶς — παγκρατιαστικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»