-
1 παγκρατιαστικος
I3относящийся к всеборью(τέχνη Plat.)
IIὅ панкратиаст(ὅ δυνάμενος θλίβειν καὴ κατέχειν παλαιστικός (sc. ἐστιν), ὅ δὲ ὦσαι τᾖ πληγῇ - πυκτικός, ὅ δ΄ ἀμφοτέροις τούτοις - π. Arst.)
-
2 παγκρατιαστικός
παγκρατιαστικόςof: masc nom sg -
3 παγκρατιαστικός
II skilled in theπαγκράτιον, ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, παλαιστικός· ὁ δ' ὦσαι τῇ πληγῇ, πυκτικός· ὁ δ' ἀμφοτέροις τούτοις, π. Arist.Rh. 1361b26
, cf. Gal. 6.158.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκρατιαστικός
-
4 παγκρατιαστικός
παγ-κρατιαστικός, ή, όν, den Pankratiasten betreffend; ὁ παγκρ., der sich auf den Kampf im Pankration versteht -
5 παγκρατιαστική
παγκρατιαστικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 παγκρατιαστικήν
παγκρατιαστικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 παγκρατιαστική
-
8 παγκρατιαστικῇ
-
9 παγκρατιαστικώς
-
10 παγκρατιαστικῶς
См. также в других словарях:
παγκρατιαστικός — παγκρατιαστικός, ή, όν (Α) [παγκρατιαστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο παγκράτιο («παγκρατιαστική τέχνη», Πλάτ.) 2. ο έμπειρος στο παγκράτιο, ο ικανός παγκρατιαστής. επίρρ... παγκρατιαστικῶς (Α) με την παγκρατιαστική τέχνη … Dictionary of Greek
παγκρατιαστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστικῇ — παγκρατιαστικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστική — παγκρατιαστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστικήν — παγκρατιαστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατιαστικῶς — παγκρατιαστικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)