Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παγκρατίου

См. также в других словарях:

  • παγκρατίου — παγκράτιον all in contest in boxing and wrestling neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NEXUS — συμπλοκαὶ in lucta in genere; inprimis in pancratio; soli enim pancratiastae nexus humi implicabant et explicabant, quod optime calluisse Antaeum, cui cum Hercule aliquando res erat, refert Solinus c. 27. τρόπους χαμαὶ huiusmodi luctandi modos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διδακτική — Κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη των αρχών και των μεθόδων διδασκαλίας. Είναι κυρίως πρακτική επιστήμη που μελετά την έννοια της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, τα μέσα και τις συνθήκες που διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή και τον …   Dictionary of Greek

  • κύλιση — Η κίνηση ενός σώματος σε επιφάνεια, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι διάφορα σημεία του σώματος βρίσκονται διαδοχικά σε επαφή με την επιφάνεια κ. του σώματος. Στην περίπτωση μιας σφαίρας υπάρχει σε κάθε στιγμή μόνο ένα σημείο επαφής… …   Dictionary of Greek

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

  • παγκρατευτής — παγκρατευτής, ὁ (Α) ο αθλητής τού παγκρατίου, παγκρατιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγκράτιον + κατάλ. ευτής, πιθ. μέσω αμάρτυρου *παγκρατεύω] …   Dictionary of Greek

  • παγκρατιαστής — (Α) [παγκρατιάζω] αθλητής τού παγκρατίου («παγκρατιασταί ἀθληταὶ πύκται) αρχ. ως κύριο όν. Παγκρατιαστής τίτλος κωμωδιών τού Αλέξιδος και τού Φιλήμονος …   Dictionary of Greek

  • σέλλα — Όνομα τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ.), στην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (7 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.030 μ.), στην επαρχία Ευρυτανίας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της… …   Dictionary of Greek

  • στένος — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»