-
1 ανθιστημι
ион. ἀντίστημι1) ставить со своей стороны, противопоставлять(οἱ μὲν Κορίνθιοι τὸν τροπαῖον ἔστησαν …, οἱ δὲ Κερκυραῖοι τροπαῖον ἀντέστησαν Thuc.)
2) замещать, заменять3) сопоставлять4) тж. med. противиться, оказывать сопротивление(τινί Hom., Her., Plat., Dem., Plut. и πρός τινα Thuc., Xen.)
5) тж. med. бороться, защищатьἀ. τινὴ ὑπέρ τινος Dem. — бороться против кого-л. в защиту кого-л.;
πορθῶν δε τήνδε γῆν, ὅ δ΄ ἀντιστὰς ὕπερ Soph. — один разорял этот край, а другой сражался за него6) складываться неблагоприятно Dem. -
2 μαλασσω
μαλάσσω, μαλθάσσωатт. μᾰλάττω1) размягчать(τὸ τῆς φύσεως σκληρόν Polyb.; σίδηρον Plat.)
2) досл. разминать (словно кожу), обрабатывать, перен. отколотить(τινὰ ἐν τῇ προσβολῇ Arph.)
3) ослаблять, лишать сил4) раздавливать, растаптывать(χηλῇ μαλαχθείς Babr.)
5) смягчать, умерять, смирять(οἴνῳ τὰ ἤθη Plut.; ὀργάς Eur.)
πρὸς θεῶν, μαλάσσου Soph. — ради богов, успокойся6) облегчать, исцелять(χρόνος μαλάξει σε Eur.)
τῆς νόσου μαλαχθῆναι Soph. — оправиться от болезни -
3 μαλθασσω...
μαλθάσσω...μαλάσσω, μαλθάσσωатт. μᾰλάττω1) размягчать(τὸ τῆς φύσεως σκληρόν Polyb.; σίδηρον Plat.)
2) досл. разминать (словно кожу), обрабатывать, перен. отколотить(τινὰ ἐν τῇ προσβολῇ Arph.)
3) ослаблять, лишать сил4) раздавливать, растаптывать(χηλῇ μαλαχθείς Babr.)
5) смягчать, умерять, смирять(οἴνῳ τὰ ἤθη Plut.; ὀργάς Eur.)
πρὸς θεῶν, μαλάσσου Soph. — ради богов, успокойся6) облегчать, исцелять(χρόνος μαλάξει σε Eur.)
τῆς νόσου μαλαχθῆναι Soph. — оправиться от болезни -
4 στεφανωμα
1) ограда, кольцо, круг(βωμῶν Pind.)
σ. πύργων Soph. — крепостные башни2) венок, венец(σελίνων Pind.)
3) досл. победный венок, перен. награда(παγκρατίου Pind.; μόχθων Eur.)
См. также в других словарях:
παγκρατίου — παγκράτιον all in contest in boxing and wrestling neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NEXUS — συμπλοκαὶ in lucta in genere; inprimis in pancratio; soli enim pancratiastae nexus humi implicabant et explicabant, quod optime calluisse Antaeum, cui cum Hercule aliquando res erat, refert Solinus c. 27. τρόπους χαμαὶ huiusmodi luctandi modos… … Hofmann J. Lexicon universale
διδακτική — Κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη των αρχών και των μεθόδων διδασκαλίας. Είναι κυρίως πρακτική επιστήμη που μελετά την έννοια της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, τα μέσα και τις συνθήκες που διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή και τον … Dictionary of Greek
κύλιση — Η κίνηση ενός σώματος σε επιφάνεια, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι διάφορα σημεία του σώματος βρίσκονται διαδοχικά σε επαφή με την επιφάνεια κ. του σώματος. Στην περίπτωση μιας σφαίρας υπάρχει σε κάθε στιγμή μόνο ένα σημείο επαφής… … Dictionary of Greek
μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… … Dictionary of Greek
παγκρατευτής — παγκρατευτής, ὁ (Α) ο αθλητής τού παγκρατίου, παγκρατιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγκράτιον + κατάλ. ευτής, πιθ. μέσω αμάρτυρου *παγκρατεύω] … Dictionary of Greek
παγκρατιαστής — (Α) [παγκρατιάζω] αθλητής τού παγκρατίου («παγκρατιασταί ἀθληταὶ πύκται) αρχ. ως κύριο όν. Παγκρατιαστής τίτλος κωμωδιών τού Αλέξιδος και τού Φιλήμονος … Dictionary of Greek
σέλλα — Όνομα τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ.), στην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (7 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.030 μ.), στην επαρχία Ευρυτανίας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της… … Dictionary of Greek
στένος — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek