-
1 ανθιστημι
ион. ἀντίστημι1) ставить со своей стороны, противопоставлять(οἱ μὲν Κορίνθιοι τὸν τροπαῖον ἔστησαν …, οἱ δὲ Κερκυραῖοι τροπαῖον ἀντέστησαν Thuc.)
2) замещать, заменять3) сопоставлять4) тж. med. противиться, оказывать сопротивление(τινί Hom., Her., Plat., Dem., Plut. и πρός τινα Thuc., Xen.)
5) тж. med. бороться, защищатьἀ. τινὴ ὑπέρ τινος Dem. — бороться против кого-л. в защиту кого-л.;
πορθῶν δε τήνδε γῆν, ὅ δ΄ ἀντιστὰς ὕπερ Soph. — один разорял этот край, а другой сражался за него6) складываться неблагоприятно Dem.
См. также в других словарях:
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek
στατός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» στάσιμο νερό, Σοφ. β. «στατὸς ἵππος» ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.) 2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος… … Dictionary of Greek