-
1 παγκρατής
1 all-powerfulπῦρ δὲ παγκρατὲς N. 4.62
ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 15. -
2 παγκρατής
παγκρατήςall-powerful: masc /fem nom sg -
3 παγκρατής
-ής,-ές A 0-0-0-0-1=1 2 Mc 3,22 -
4 παγκρατής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκρατής
-
5 παγκρατές
παγκρατήςall-powerful: masc /fem voc sgπαγκρατήςall-powerful: neut nom /voc /acc sg -
6 παγκρατή
παγκρατήςall-powerful: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)παγκρατήςall-powerful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)παγκρατήςall-powerful: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
7 παγκρατῆ
παγκρατήςall-powerful: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)παγκρατήςall-powerful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)παγκρατήςall-powerful: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
8 παγκρατεί
παγκρατήςall-powerful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)παγκρατήςall-powerful: masc /fem /neut dat sg -
9 παγκρατεῖ
παγκρατήςall-powerful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)παγκρατήςall-powerful: masc /fem /neut dat sg -
10 παγκρατείς
παγκρατήςall-powerful: masc /fem acc plπαγκρατήςall-powerful: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
11 παγκρατεῖς
παγκρατήςall-powerful: masc /fem acc plπαγκρατήςall-powerful: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
12 παγκρατούς
-
13 παγκρατοῦς
-
14 παγκρατέι
παγκρατέϊ, παγκρατήςall-powerful: dat sg (epic) -
15 παγκρατίων
παγκράτιονall-in' contest in boxing and wrestling: neut gen plπαγκρατήςall-powerful: masc /fem /neut gen pl (doric) -
16 ἀμπνέω
a breathe out, upwards, met. ἦν ὅτι νιν (= Τροίαν)πεπρωμένον λαβρὸν ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.36
ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ Δ. 2. 15.b abs., take breath, a breathing space ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν (ἐπιλαμβάνεται ἑαυτοῦ ὁ Πίνδαρος. Σ.) N. 8.19c abs., breathe, have lifeἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
-
17 ἔγχος
ἔγχος (ἔγχος, -εος, -ος; -έων)1 spear “ πέδασον ἔγχος Οἰνομάου χάλκεον” O. 1.76Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν P. 1.11
ὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.34
παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων (sc. Κυράναν) P. 9.28ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο N. 6.53
πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι N. 9.29
ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνηται τό τ' Ἐνυαλίου ἔγχος Δ. 2. 1. κλῦθ Ἀλαλά, Πολέμου θύγατερ, ἐγχέων προοίμιον fr. 78. 2. -
18 Ἐνυάλιος
Ἐνῡᾰλιος Wargod, Ares.aΔὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106
ἐν δ' ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνη[ται τό τ] Ἐνυαλίου ἔγχος Δ. 2. 1. χαλκοθώρ]ακος Ἐνυαλίου []ἔκπαγλον υἱον[ fr. 169. 12. Ἐν]υαλίου[ P. Oxy. 1792. fr. 34.b warοὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.37
“Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” I. 6.54 -
19 κεραυνός
κεραυνός (ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)1 thunderbolt, weapon of Zeus.ἀποθανοῖσα βρόμῳ κεραυνοῦ Σεμέλα O. 2.26
καὶ πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός, ἐν ἅπαντι κράτει αἴθωνα κεραυνὸν ἀραρότα O. 10.
83.καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις P. 1.5
αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον P. 3.58
Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν P. 6.24
δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.17
ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.24
Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71
ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου I. 8.34
“χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον” sc. Zeus and PoseidonΠα... ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι ἔκρυψαν Pae. 8.73
ἐν δ ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνη[ται Δ. 2. 1. πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα (sc. ἡμένη. i. e. Athene) fr. 146. test., Quint., Inst., 8. 6. 71; Herculis impetum adversus Meropas — non igni nec ventis nec mari sed fulmini dicit similem fuisse. quod testimonium ad fr. 33a. trahendum esse vid. Lobel. fr. 33a = fr. 50 Schr. -
20 κινέω
a move, speed ἐν δ' ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνη[ται τό τ] Ἐνυαλίου ἔγχος Δ. 2. 16.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παγκρατής — παγκρατής, ές (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού Διός, τής Ήρας, τού Απόλλωνος, τής Αθηνάς αλλά και για πρόσ. ή για τη μοίρα ή για πράγματα) παντοδύναμος, πανίσχυρος 2. φρ. «παγκρατεῑς ἕδραι» ο παντοδύναμος βασιλικός θρόνος τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * … Dictionary of Greek
παγκρατής — all powerful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατῆ — παγκρατής all powerful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παγκρατής all powerful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παγκρατής all powerful masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατεῖ — παγκρατής all powerful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παγκρατής all powerful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατεῖς — παγκρατής all powerful masc/fem acc pl παγκρατής all powerful masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατές — παγκρατής all powerful masc/fem voc sg παγκρατής all powerful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκρατοῦς — παγκρατής all powerful masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
Pancrates of Athens — Pancrates ( el. Παγκρατης) of Athens, was a Cynic philosopher who lived c. 140 AD. Philostratus relates, that when the celebrated sophist Lollianus was in danger of being stoned by the Athenians in a tumult about bread, Pancrates quieted the mob… … Wikipedia
ПАНКРАТ — • Pancrătes, Παγκράτης, 1. сочинитель эпиграмм в греческой антологии; 2. сочинитель стихотворения Άλιευτικά и элегии Θαλάσσια έργα; 3. александрийский поэт, который был принят в александрийский музей за свои… … Реальный словарь классических древностей
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek