Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παγκρατής

  • 1 παγκρατής

    1 all-powerful

    πῦρ δὲ παγκρατὲς N. 4.62

    ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 15.

    Lexicon to Pindar > παγκρατής

  • 2 παγκρατής

    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem nom sg

    Morphologia Graeca > παγκρατής

  • 3 παγκρατής

    -ής,-ές A 0-0-0-0-1=1 2 Mc 3,22

    Lust (λαγνεία) > παγκρατής

  • 4 παγκρατής

    A all-powerful, epith. of Zeus, A.Th. 255, Eu. 918 (lyr.), E. Fr.431.4; π. ἕδραι his imperial throne, A.Pr. 391; also of Μοῖρα, B.16.24; of Hera, Id.10.44; of Apollo, E.Rh. 231 (lyr.); of Athena, Ar. Th. 317 (lyr.);

    ὁ π. Κύριος LXX 2 Ma.3.22

    ; τοῖνδε π. φονεύς their victorious slayer, A.Ag. 1648.
    2 of things,

    π. πῦρ Pi.N.4.62

    ;

    κεραυνός Id.Dith.2.15

    ;

    σέλας S.Ph. 986

    ; ὕπνος, χρόνος, Id.Aj. 675, OC 609;

    ἀλάθεια B.Fr.10

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκρατής

  • 5 παγκρατές

    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem voc sg
    παγκρατής
    all-powerful: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > παγκρατές

  • 6 παγκρατή

    παγκρατής
    all-powerful: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > παγκρατή

  • 7 παγκρατῆ

    παγκρατής
    all-powerful: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > παγκρατῆ

  • 8 παγκρατεί

    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)
    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > παγκρατεί

  • 9 παγκρατεῖ

    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)
    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > παγκρατεῖ

  • 10 παγκρατείς

    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem acc pl
    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem nom /voc pl (attic epic)

    Morphologia Graeca > παγκρατείς

  • 11 παγκρατεῖς

    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem acc pl
    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem nom /voc pl (attic epic)

    Morphologia Graeca > παγκρατεῖς

  • 12 παγκρατούς

    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > παγκρατούς

  • 13 παγκρατοῦς

    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > παγκρατοῦς

  • 14 παγκρατέι

    παγκρατέϊ, παγκρατής
    all-powerful: dat sg (epic)

    Morphologia Graeca > παγκρατέι

  • 15 παγκρατίων

    παγκράτιον
    all-in' contest in boxing and wrestling: neut gen pl
    παγκρατής
    all-powerful: masc /fem /neut gen pl (doric)

    Morphologia Graeca > παγκρατίων

  • 16 ἀμπνέω

    a breathe out, upwards, met. ἦν ὅτι νιν (= Τροίαν)

    πεπρωμένον λαβρὸν ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.36

    ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ Δ. 2. 15.
    b abs., take breath, a breathing space ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν (ἐπιλαμβάνεται ἑαυτοῦ ὁ Πίνδαρος. Σ.) N. 8.19
    c abs., breathe, have life

    ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5

    Lexicon to Pindar > ἀμπνέω

  • 17 ἔγχος

    ἔγχος (ἔγχος, -εος, -ος; -έων)
    1 spear πέδασον ἔγχος Οἰνομάου χάλκεονO. 1.76

    Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν P. 1.11

    ὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.34

    παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων (sc. Κυράναν) P. 9.28

    ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο N. 6.53

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι N. 9.29

    ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνηται τό τ' Ἐνυαλίου ἔγχος Δ. 2. 1. κλῦθ Ἀλαλά, Πολέμου θύγατερ, ἐγχέων προοίμιον fr. 78. 2.

    Lexicon to Pindar > ἔγχος

  • 18 Ἐνυάλιος

    Ἐνῡᾰλιος Wargod, Ares.
    a

    Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106

    ἐν δ' ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνη[ται τό τ] Ἐνυαλίου ἔγχος Δ. 2. 1. χαλκοθώρ]ακος Ἐνυαλίου []ἔκπαγλον υἱον[ fr. 169. 12. Ἐν]υαλίου[ P. Oxy. 1792. fr. 34.
    b war

    οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.37

    Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον ἘνυαλίουI. 6.54

    Lexicon to Pindar > Ἐνυάλιος

  • 19 κεραυνός

    κεραυνός (ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)
    1 thunderbolt, weapon of Zeus.

    ἀποθανοῖσα βρόμῳ κεραυνοῦ Σεμέλα O. 2.26

    καὶ πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός, ἐν ἅπαντι κράτει αἴθωνα κεραυνὸν ἀραρότα O. 10.

    83.

    καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις P. 1.5

    αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον P. 3.58

    Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν P. 6.24

    δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.17

    ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.24

    Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71

    ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου I. 8.34

    χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον” sc. Zeus and Poseidon

    Πα... ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι ἔκρυψαν Pae. 8.73

    ἐν δ ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνη[ται Δ. 2. 1. πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα (sc. ἡμένη. i. e. Athene) fr. 146. test., Quint., Inst., 8. 6. 71; Herculis impetum adversus Meropas — non igni nec ventis nec mari sed fulmini dicit similem fuisse. quod testimonium ad fr. 33a. trahendum esse vid. Lobel. fr. 33a = fr. 50 Schr.

    Lexicon to Pindar > κεραυνός

  • 20 κινέω

    a move, speed ἐν δ' ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνη[ται τό τ] Ἐνυαλίου ἔγχος Δ. 2. 16.
    b met., excite δελφῖνος, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 17. [v. περιδινέω]

    Lexicon to Pindar > κινέω

См. также в других словарях:

  • παγκρατής — παγκρατής, ές (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού Διός, τής Ήρας, τού Απόλλωνος, τής Αθηνάς αλλά και για πρόσ. ή για τη μοίρα ή για πράγματα) παντοδύναμος, πανίσχυρος 2. φρ. «παγκρατεῑς ἕδραι» ο παντοδύναμος βασιλικός θρόνος τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * …   Dictionary of Greek

  • παγκρατής — all powerful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατῆ — παγκρατής all powerful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παγκρατής all powerful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παγκρατής all powerful masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατεῖ — παγκρατής all powerful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παγκρατής all powerful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατεῖς — παγκρατής all powerful masc/fem acc pl παγκρατής all powerful masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατές — παγκρατής all powerful masc/fem voc sg παγκρατής all powerful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατοῦς — παγκρατής all powerful masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • Pancrates of Athens — Pancrates ( el. Παγκρατης) of Athens, was a Cynic philosopher who lived c. 140 AD. Philostratus relates, that when the celebrated sophist Lollianus was in danger of being stoned by the Athenians in a tumult about bread, Pancrates quieted the mob… …   Wikipedia

  • ПАНКРАТ —    • Pancrătes,          Παγκράτης,        1. сочинитель эпиграмм в греческой антологии;        2. сочинитель стихотворения Άλιευτικά и элегии Θαλάσσια έργα;        3. александрийский поэт, который был принят в александрийский музей за свои… …   Реальный словарь классических древностей

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»