-
1 παγελός
A = ἀστράγαλος, Hsch. [full] πάγεν, v. πήγνυμι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγελός
См. также в других словарях:
παγελός — (pagellus). Γένος οστεοϊχθύων των θερμών και εύκρατων θαλασσών. Ανήκει στην οικογένεια των σπαριδών. Έχει μήκος περίπου 50 εκ. και χρώμα γκριζορόδινο. Ζει σε αμμώδεις και με λάσπη πυθμένες, σε βάθος 100 μ. Το είδος π. ο κεντρόδους, ζει συνήθως… … Dictionary of Greek