-
1 παγγλωσσία
παγγλωσσίαι, παγγλωσσίαwordiness: fem nom /voc plπαγγλωσσίᾱͅ, παγγλωσσίαwordiness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 παγγλωσσίᾳ
παγγλωσσίαι, παγγλωσσίαwordiness: fem nom /voc plπαγγλωσσίᾱͅ, παγγλωσσίαwordiness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 παγγλωσσία
1 babblingμαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον O. 2.87
-
4 παγγλωσσια
-
5 παγγλωσσία
παγ-γλωσσία, ἡ,A wordiness, garrulity, Pi.O.2.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγγλωσσία
-
6 παγγλωσσία
παγ-γλωσσία, ἡ, Allzüngigkeit, Geschwätzigkeit -
7 λάβρος
λάβρος, ον (ΛΑΩ, vgl. λα-, nicht zusammengesetzt, wie es die Alten oft erkl. λα-βόρος, Eust. leitet es gar von βαρύς), heftig, ungestüm, von den Elementen u. Naturkräften, vom Winde, Ζέφυρος, οὖρος, Il. 2, 148, Od. 15, 293; πνεῦμα, Aesch. Pers. 110; κῦμα, ποταμός, Il. 15, 625. 21, 271; Eur. Or. 344; πόντος, Herc. f. 861, κλύδων, I. T. 1393; u. so ποταμός, χειμάῤῥους, reißend, Pol. 4, 41, 6. 70, 7 u. öfter; von heftigen Regengüssen, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς, Il. 16, 385, wie λάβρος ὄμβρος, Her. 8, 12 u. Pol. 11, 24, 9; auch πῦρ, Eur. Or. 696, wie Opp. C. 3, 104; σέλας Ἁφαίστου, Pind. P. 3, 40, καπνός, Ol. 8, 36, der aber auch schon λάβρος στρατός, die ungestüme, unbändige Schaar, sagt, P. 2, 87, u. λάβροι παγγλωσσίᾳ γαρύετον, Ol. 2, 95, d. i. mit unbändiger Schwatzhaftigkeit, wie λάβρον στόμα, frech, Soph. Ai. 1126; heftig, übereilt, bei Theogn. 634, βουλεύου δὶς καὶ τρὶς ὅ τοί κ' ἐπὶ τὸν νόον ἔλϑῃ· ἀτηρὸς γὰρ ἀεὶ λάβρος ἀνήρ, frech, ὄμματι λάβρῳ, Eur. Hel. 379; auch καϑαρπάσας λάβρῳ μαχαίρᾳ σάρκας ἐξώπτα πυρί, Cycl. 402. – Bei Sp. bes. gefräßig, gierig, unmäßig im Essen u. Trinken, λαβροτατᾶν δράκοντος γενύων, Pind. P. 4, 244, wie Eur. Herc. F. 253; λάβρον ἐδωδαῖς, Opp. C. 2, 628; στόμα λάβρον λεαίνης, Nonn. D. 15, 200; λαγνείας λαβροτάτας, Tim. Locr. 103 a; τὰ εὐϑυέντερα λαβρότερα πρὸς τὴν ἐπιϑυμίαν τὴν τῆς τροφῆς, Arist. gen. anim. 1, 4; διὰ τὴν ἐπιϑυμίαν λάβρῳ χρώμενοι τῷ ποτῷ, D. gie. 5, 26. – Adv. λάβρως, heftig, ungestüm, bes. von gierigem Fraß, αἰετὸς λάβρως διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος, Aesch. Prom. 1024; τῇ βρώσει χρῆται λάβρως, Arist. H. A. 8, 5; von Stürmen, ἄνεμοι καταιγίζοντες λάβρως, D. Sic. 5, 26; von schnellen Rossen, ἵπποι φέρουσι λ. ἄνακτα, Theogn. 988.
-
8 κόραξ
1 crow σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ. μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρᾰκες ὣς ἄκραντα γαρύετον (- έτων Bergk) Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον i. e. the rivals of Pindar. (cf. κολοιός) O. 2.87 test., Fulgentius, myth., 1. 13; secundum Pindarum corvus solus inter omnes aves sexaginta quattuor significationes habet vocum. (dubitanter hoc fr. Pindaro tribuerunt edd.) fr. 285. -
9 λάβρος
a of persons, impetuous, intemperate μαθόντες δέ, λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὥς, ἄκραντα γαρύετον (v. l. λάβρᾳ) O. 2.86χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87
b of things, ravening, greedyδράκοντος λαβροτατᾶν γενύων P. 4.244
met., ἦν ὅτι νιν ( Τροίαν)πεπρωμένον λάβρον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.36
σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου P. 3.40
[ σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τε λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ( τ' ἐλαφρὸν coni. Sandys.) N. 8.46] -
10 ὥς
ὥςI after oratio rectaὣς ἔννεπεν O. 1.86
ὣς ἆρα μάνυε O. 6.52
ὣς ἦρα θεὸς σάφα εἴπαις O. 8.46
ὣς φάτο P. 3.43
, P. 4.120, I. 8.45ὣς ἄρ' ἔειπεν P. 4.156
ὣς ἄρ' αὐδάσαντος P. 4.232
ὣς ἄρ' εἰπών P. 9.66
ὣς ἤνεπε N. 10.79
ὣς ἄρ' αὐδάσαντος N. 10.89
ὣς ἦρα εἰπὼν I. 6.55
II after a reported statement “ ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει” O. 8.43b ὥσπερ: (Schwyzer, 2. 667, cf. ὡς a. α.)μαθόντες δέ, λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον O. 2.87
ἀβάπτιστος εἶμι, φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας P. 2.80
ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει, Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24
ἀλλ' ἐγὼ τᾶς ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι fr. 123. 10. -
11 λάβρος
I in Hom. only of wind and water, furious, boisterous,Ζέφυρος λάβρος ἐπαιγίζων Il. 2.148
, cf. Od.15.293, Thphr.Vent.50;ὡς ὅτε κῦμα θοῇ ἐν νηῒ πέσῃσι λάβρον Il.15.625
;ποταμὸς.. λ. ὕπαιθα ῥέων 21.271
; :λ. ὄμβρος Hdt.8.12
; καπνός, σέλας, Pi.O.8.36, P.3.40; (lyr.); ; λάβρον αὐχέν', of the Hellespont personified, Tim.Pers.84; simply, huge, mighty,λίθος Pi.N.8.46
; ὕδατα λαβρότερα, expld. by ἀθροώτερα, Arist.Mete. 348b10: neut. as Adv.,λάβρον ἐπαιγίζων.. Ἔρως AP5.285.2
(Paul. Sil.).II after Hom., of men, boisterous, turbulent, esp.in talking, hasty, Thgn.634;λάβροι παγγλωσσίᾳ Pi.O.2.86
;λ. στόμα Simon. 177
, S.Aj. 1147;λ. ὄμμα E.Hel. 379
(anap., s.v.l.).2 fierce,δράκοντος λαβρόταται γένυες Pi.P.4.244
, cf.E.HF 253; violent, impetuous,λ. πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τὴν τῆς τροφῆς Arist.GA 717a23
([comp] Comp.);λάβρῳ χρώμενοι τῷ ποτῷ D.S.5.26
;λάβρος εἰς Βάκχον ὀλισθών AP11.25
(Apollonid.);λαγνεῖαι λαβρόταται Ti.Locr.103a
; ;Ἔρως AP5.267
(Paul. Sil.);λάβρῳ μαχαίρᾳ E.Cyc. 403
.III Adv. λάβρως violently, furiously, [ἵπποι] ἄνακτα φέρουσι λάβρως Thgn. 988
(cf. λαβροπόδης, -συτος); λ. ὕει Thphr.HP4.7.1
;ἄνεμοι καταιγίζοντες λ. D.S.5.26
;ἀθρόως καὶ λ. App.Hisp.18
, cf. Hann.48;διδόναι [τὸ ὀξύμελι] κατ' ὀλίγον καὶ μὴ λ. Hp.Acut.58
, cf. Ph.1.452.2 eagerly, greedily, λ. διαρταμᾶν (of the eagle) A.Pr. 1022; τῇ βρώσει χρῆται λ. (of the lion) Arist.HA 594b18, cf. Ph.1.71.—Poet. word, used also in [dialect] Ion. and late Prose. [[pron. full] λᾱ- by position in [dialect] Ep.: λᾰ- E.Or. l. c., HF 861 (troch.), AP11.25 (Apollonid.).] -
12 λάβρος
λάβρος, ον, heftig, ungestüm, von den Elementen u. Naturkräften, vom Winde; von heftigen Regengüssen; λάβρος στρατός, die ungestüme, unbändige Schar; λάβροι παγγλωσσίᾳ γαρύετον, mit unbändiger Schwatzhaftigkeit; heftig, übereilt; gefräßig, gierig, unmäßig im Essen u. Trinken. Adv. λάβρως, heftig, ungestüm, bes. von gierigem Fraß; von Stürmen, ἄνεμοι καταιγίζοντες λάβρως; von schnellen Rossen, ἵπποι φέρουσι λ. ἄνακτα
См. также в других словарях:
παγγλωσσία — παγγλωσσία, ἡ (Α) [πάγγλωσος] απεραντολογία, φλυαρία … Dictionary of Greek
παγγλωσσίᾳ — παγγλωσσίαι , παγγλωσσία wordiness fem nom/voc pl παγγλωσσίᾱͅ , παγγλωσσία wordiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)