-
1 πιλιπης
См. также в других словарях:
πιλιπής — ές, Α βλ. πειλιπής … Dictionary of Greek
πιλιπές — πῑλιπές , πιλιπής wanting the letter masc/fem voc sg πῑλιπές , πιλιπής wanting the letter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειλιπής — και πιλιπής, ές Α αυτός που τού λείπει το γράμμα πει (π). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖ (Ι) / πῖ + λιπής (< λείπω), πρβλ. εκ λιπής] … Dictionary of Greek