-
1 πίσσανθος
πίσσανθοςthe oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand: neut nom /voc /acc sg -
2 πίσσανθος
A the oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand, Gal.11.520.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίσσανθος
-
3 πίσσανθος
πίσσ-ανθος, τό, der dünne, obenauf schwimmende Teil des flüssigen Pechs, flos picis -
4 πισσ-έλαιον
πισσ-έλαιον, τό, Oel mit Pech gemischt; auch = πίσσανϑος, Sp., wie Diosc.
-
5 πίσσα
A pitch, Il.4.277, Hdt.4.195, Call.Hec.1.4.4, etc.: gen. pl. writtenπισᾶν IG42(1).102.278
(Epid., iv B. C.); but sg. πίσσας ib.238,240: distd. as π. ὠμή and ἑψηθεῖσα, Thphr.HP3.9.2, cf. Plb.5.89.6, Hp.Mul.1.37; π. ὑγρά raw pitch, Dsc.1.72.1, PLond. 3.1171.11; opp. ξηρά, Dsc.1.72.5, PLond.3.929.66, SIG1171.14 ([place name] Lebena), cf. παλίμπισσα; ὀρὸς πίσσης, = πίσσανθος, Hp.Ulc.12: prov., μελάντερον ἠΰτε πίσσα Il.l.c.; ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, i.e. he has got the first taste of misery, D.50.26, cf. Theoc.14.51;πέπονθα.. ὄσσα κἡμ πίσσῃ μῦς Herod.2.62
. -
6 πισσέλαιον
πισσ-έλαιον, τό,A = πίσσανθος, Dsc.1.72 ; also, mixture of oil and pitch, Hippiatr.20,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσέλαιον
См. также в других словарях:
πίσσανθος — the oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσσανθος — εος και ους, τὸ, Α ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος] … Dictionary of Greek
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek
πισσέλαιον — τὸ, ΜΑ μσν. μίγμα ελαίου και πίσσας αρχ. πίσσανθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἔλαιον] … Dictionary of Greek