Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πισᾶν

См. также в других словарях:

  • Πῖσαν — Πῖσα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῖσαν — πιπίσκω give to drink aor part act neut nom/voc/acc sg πιπίσκω give to drink aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίσαν — Πί̱σᾱν , Πῖσα fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσαν — πίσᾱν , πίσα fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερρίπισαν — ἀνερρί̱πισαν , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀνερρί̱πισαν , ἀνά ῥιπίζω blow up aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανερρίπισαν — ἐπανερρί̱πισαν , ἐπί , ἀνά , ἐν ῥιπίζω blow up aor ind act 3rd pl (ionic) ἐπανερρί̱πισαν , ἐπί , ἀνά ῥιπίζω blow up aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ALPHEUS — I. ALPHEUS Latin. millesinus, vel doctus, vel dux, Pater Iacobi Apostoli Matth. c. 10. v. 3. Marc. c. 2. v. 14. Luc. c. 6. v. 15. II. ALPHEUS fluv. Elidis, Arcadiae civitatis, iuxta Pisas decurrens, qui longô cursu, receptis interea aliquot… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξαμιλλώμαι — ἐξαμιλλῶμαι, άομαι (Α) [αμιλλώμαι] 1. αγωνίζομαι με δύναμη («ὧ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ Πῑσαν κάτα Πέλοψ ἁμίλλας ἐξαμιλληθεὶς ποτε», Ευρ.) 2. καταδιώκω, διώχνω («τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς;», Ευρ.) 3. αφαιρώ τον νου, το λογικό, τρελαίνω… …   Dictionary of Greek

  • ἐξερρίπισαν — ἐξερρί̱πισαν , ἐκριπίζω fan the flame aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»