-
1 πίεσμα
πίεσμαanything pressed: neut nom /voc /acc sg -
2 πίεσμα
1 pulpy mass left after pressing, pomace,μυροβαλάνου Gal.10.911
, Gp.20.28: pl., of cakes of olive-pulp, PSI9.1030.11 (ii A. D., in form πιάσματα).2 juice pressed out, Dsc.1.78. -
3 πιεσμάτων
πίεσμαanything pressed: neut gen pl -
4 πιέσμασι
πίεσμαanything pressed: neut dat pl -
5 πιέσματα
πίεσμαanything pressed: neut nom /voc /acc pl -
6 πιέσματι
πίεσμαanything pressed: neut dat sg -
7 πιέσματος
πίεσμαanything pressed: neut gen sg -
8 πίασμα
------------------------------------ -
9 ἀναπίεσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπίεσμα
-
10 ἀποπίεσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπίεσμα
См. также в других словарях:
πίεσμα — anything pressed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίεσμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πίασμα Α [πιέζω] το αποτέλεσμα τής πίεσης, καθετί που προέρχεται από πίεση, κάθε πεπιεσμένο («πίεσμα μυροβαλάνου» η μάζα τού μυροβαλάνου που απομένει μετά τη σύνθλιψή του, Γαλ.) νεοελλ. μσν. άλλος τύπος τού όρου τής… … Dictionary of Greek
πιεσμάτων — πίεσμα anything pressed neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέσμασι — πίεσμα anything pressed neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέσματα — πίεσμα anything pressed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέσματι — πίεσμα anything pressed neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέσματος — πίεσμα anything pressed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίασμα — (I) τὸ, Α [πιαίνω] (για ποταμό) αυτός που πιαίνει, που παχαίνει, που καθιστά εύφορο, γόνιμο το έδαφος («πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῑς ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί», Αισχύλ.). (II) τὸ, Α (δωρ. και μτγν. τ.) αντί πίεσμα*. (III) το, ΝΜ (βυζ. μουσ.) ένα… … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek