-
1 πίεσις
-
2 πιεσις
-
3 πίεσις
πίεσιςsqueezing: fem nom sg -
4 πίεσις
πίεσις, ὴ, das Drücken, Pressen -
5 πίεσις
-
6 συμ-πίεσις
συμ-πίεσις, ἡ, das Zusammendrücken, Plat. Crat. 427 a.
-
7 κατα-πίεσις
κατα-πίεσις, ἡ, das Herunter-, Niederdrücken, Theophr.
-
8 ἀπο-πίεσις
ἀπο-πίεσις, ἡ, das Zusammendrücken, Theophr.
-
9 ἐκ-πίεσις
ἐκ-πίεσις, ἡ, das Herauspressen, Arist. part. anim. 4, 10.
-
10 πιέσει
πίεσιςsqueezing: fem nom /voc /acc dual (attic epic)πιέσεϊ, πίεσιςsqueezing: fem dat sg (epic)πίεσιςsqueezing: fem dat sg (attic ionic)πιέζωEp..aor subj act 3rd sg (epic)πιέζωEp..fut ind mid 2nd sgπιέζωEp..fut ind act 3rd sg -
11 πιέσεις
πίεσιςsqueezing: fem nom /voc pl (attic epic)πίεσιςsqueezing: fem nom /acc pl (attic)πιέζωEp..aor subj act 2nd sg (epic)πιέζωEp..fut ind act 2nd sg -
12 πιέσεσι
πίεσιςsqueezing: fem dat pl -
13 πιέσιος
πίεσιςsqueezing: fem gen sg (epic doric ionic aeolic) -
14 πίεσιν
πίεσιςsqueezing: fem acc sg -
15 πιεσμός
-
16 πίεσμα
-
17 πίεξις
-
18 εκπιεσις
-
19 πιέσεως
πιέσεω̆ς, πίεσιςsqueezing: fem gen sg (attic) -
20 πιέση
πιέσηι, πίεσιςsqueezing: fem dat sg (epic)πιέζωEp..aor subj mid 2nd sgπιέζωEp..aor subj act 3rd sgπιέζωEp..fut ind mid 2nd sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πίεσις — squeezing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέσει — πίεσις squeezing fem nom/voc/acc dual (attic epic) πιέσεϊ , πίεσις squeezing fem dat sg (epic) πίεσις squeezing fem dat sg (attic ionic) πιέζω Ep.. aor subj act 3rd sg (epic) πιέζω Ep.. fut ind mid 2nd sg πιέζω Ep.. fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέσεις — πίεσις squeezing fem nom/voc pl (attic epic) πίεσις squeezing fem nom/acc pl (attic) πιέζω Ep.. aor subj act 2nd sg (epic) πιέζω Ep.. fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέσεσι — πίεσις squeezing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέσιος — πίεσις squeezing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίεσιν — πίεσις squeezing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίεξις — έξιος, ἡ, Α ιων. τ. αντί πίεσις* … Dictionary of Greek
πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με … Dictionary of Greek
πιέσιμος — ον, Α [πίεσις] πιεστικός … Dictionary of Greek
υπερπίεση — η, Ν 1. φυσ. α) πίεση που υπερβαίνει ένα καθορισμένο σημείο ή μια πίεση αναφοράς β) η ποσότητα κατά την οποία η τιμή μιας πίεσης υπερβαίνει την καθορισμένη τιμή ή την τιμή τής πίεσης αναφοράς 2. ιατρ. η υπέρταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
πιέσεως — πιέσεω̆ς , πίεσις squeezing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)