-
1 εκπιεσις
-
2 ἐκπίεσις
ἐκ-πίεσις, ἡ, das Herauspressen -
3 εκπιεσμος
-
4 ἐκ-πιεσμός
ἐκ-πιεσμός, ὁ, = ἐκπίεσις, Arist. mund. 4, 6, wie Epicur. bei D. L. 10, 101.
См. также в других словарях:
εκπίεση — η (AM ἐκπίεσις) πίεση για να εξαχθεί το υγρό από κάτι, το στίψιμο … Dictionary of Greek