-
1 πηρη
-
2 πήρη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πήρη
-
3 πήρη
πήραleathern pouch: fem nom /voc sg (epic ionic)πῆροςloss of strength: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πῆροςloss of strength: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
4 πήρα
-
5 στρόφος
στρόφος, ὁ, das von Leder, Wolle od. Hanf zusammengedrehte, geflochtene od. gestickte Band, ἐν δὲ (πήρῃ)-στρόφος ἦεν ἀορτήρ, Od. 13, 438. 17, 198, daran war ein. gedrehter Gurt als Tragband, – Gurt, ὁπόσαι στρόφον ἐσϑῆσιν περιβάλλονται, Aesch. Spt. 853; Her. 4, 60; – Wickelband, Windel, H. h. Apoll. 122. 128. – Flechtwerk, Flechte, Hesych. –.Leibschneiden, στρόφος μ' ἔχει τὴν γαστέρα, Ar. Thesm. 484; S. Emp. pyrrh. 1, 57; Medic.
-
6 εὔ-πλειος
-
7 ἐφ-όλκιον
ἐφ-όλκιον, τό (ἕλκω), 1) das dem Schiffe nachgeschleppte Boot zum Aussetzen aus dem Schiffe, ἐκέλευσε τοὺς ναύτας τὸ ἐφόλκιον παραβαλεῖν Plut. Pomp. 73, das Boot auszusetzen; Demetr. 17 u. A. – Hesych. erkl. auch πηδάλιον. – 2) was man mit sich führt, Reisegeräth, Gepäck, ὄλπη μοι καὶ πήρη ἐφόλκια sagt Diogenes zu Charon, Leon. Tar. 59 (VII, 67); vgl. B. A. 257.
-
8 ὠμ-αχθής
-
9 ευπλειος
-
10 εφολκιον
-
11 πηρα
-
12 ρωγας
-
13 σκηπτρον
дор. σκᾰπτον, поздн. Anth. σκᾶπτρον τό1) палка, посох, перен. опора(σ. καὴ πήρη Hom.)
τυφλὸς σκήπτρῳ προδεικνύς Soph. — слепец, палкой нащупывающий дорогу;ἐκ τούτοιν σκήπτροιν Soph. — с помощью двух этих опор2) жезл (знак достоинства жрецов, прорицателей, судей, послов, глашатаев, но тж. выступающих с речью)σ. οἱ ἔμβαλε χειρὴ κῆρυξ Hom. — глашатай вложил ему в руку жезл, т.е. предоставил ему слово
3) скиптр(τὸ σ. Διός Soph.)
; перен., тж. pl. царская властьΠέλωψ δῶκε τὸ σ. Ἀτρέϊ Hom. — Пелоп передал скиптр (т.е. царскую власть) Атрею;
σκῆπτρα χώρας Eur. — власть над страной -
14 σπερμοφορος
-
15 ωμαχθης
-
16 λυπηρή
λῡπηρή, λυπηρόςpainful: fem nom /voc sg (epic ionic) -
17 πήρα
A leathern pouch for victuals, etc., wallet, Od.13.437, al., Ar.Pl. 298, Fr. 273, Ostr.Bodl. iii 264 (i A. D.), etc. -
18 πτωχός
A beggar, Od. 14.400, 18.1, Hdt.3.14, etc.; , cf. 17.475;πτωχὸς πτωχῷ φθονέει Hes.Op.26
;π. ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθών Od.21.327
;π. καὶ ἀλήμονες ἄνδρες 19.74
;πτωχοὺς ἀλᾶσθαι E.Med. 515
;πτωχοῦ βίος ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα, τοῦ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον Ar.Pl. 552
: prov.,πτωχοῦ πήρη οὐ πίμπλαται Call.Fr. 360
: πτωχή beggar-woman, Ath.10.453a (so πτωχός (fem.), S.OC 444);χήρα πτωχή Ev.Marc.12.42
.2 metaph.,οἱ π. τῷ πνεύματι Ev.Matt.5.3
, cf. Ev.Luc.6.20.II as Adj., beggarly,πτωχῷ διαίτῃ S.OC 751
;π. στοιχεῖα Ep.Gal.4.9
: c. gen., beggared of, poor in, [πηγὴ] π. νυμφῶν AP9.258
(Antiphan.).2 [comp] Comp.πτωχότερος Timocl.6.10
; prov., π. κίγκλου 'as poor as a church mouse', Men.221; irreg.πτωχίστερος Ar.Ach. 425
: [comp] Sup.πτωχότατος AP10.50
(Pall.).3 Adv. - χῶς poorly, scantily,ἠροτρία π. μέν, ἀλλ' ἀναγκαίως Babr.55.2
. -
19 τῦφος
2 delusion (defined as οἴησις τῶν οὐκ ὄντων ὡς ὄτων), S.E.M.8.5; in this sense Monimus the Cynic said τῦφος τὰ πάντα, S.E. l.c.; τὸ γὰρ ὑποληφθὲν τῦφον εἶναι πᾶν ἔφη (sc. Μόνιμος) Men. 249.7, cf. Metrod.Fr.31, Phld.Piet.21; opp. ἀλήθεια, Ph.2.299;τὰ μὲν τοῦ σώματος ποταμός, τὰ δὲ τῆς ψυχῆς ὄνειρος καὶ τ. M.Ant.2.17
, cf. 6.13;οἴημα καὶ τ. Plu.2.81f
, cf. ib.c, Arr.Epict.1.8.6, Iamb. Myst.2.4, 3.31;τὸν τ. ὥσπερ τινὰ καπνὸν φιλοσοφίας εἰς τοὺς σοφιστὰς ἀποσκεδάσας Plu.2.580b
; πολὺν αὐτοῖς (sc. τοῖς μυστηρίοις)ἐπῆγον τ. ὡς μὴ ῥᾳδίως τινὰ συνορᾶν τὰ κατ' ἀλήθειαν γενόμενα Ph.Bybl.
ap. Eus. PE1.9.3 colloquially, nonsense, humbug, affectation, τὸν τρόπον μὲν οἶσθά μου ὅτι τῦφος οὐκ ἔνεστιν there is no nonsense about me, Antiph.195.2, cf. Plu.Per.5; ταῦτα τὴν παλαιὰν ἀλαζονείαν ἤλεγξετῶν Μήδων τῦφον ὄντα κενόν Jul.Or.1.28b
, cf. Pl. ap. D.L.6.26:— similarly in Cynic parodies,Πήρη τις πόλις ἐστὶ μέσῳ ἔνι οἴνοπι τύφῳ Crates Theb.4
, cf. Tim038, Jul.Or.6.202c; τὸν τ. μου τροποφόρησον my piece of nonsense, my hobby, Cic.Att.13.29.2;τὰ δὲ πολλὰ καὶ ὄλβια τ. ἔμαρψεν Crates Theb.8
(vv. ll. τύμβος, τάφος).4 vanity, Zeno.Stoic.1.69, Plb.3.22.4, 3.81.9; = inflatio cordis vel superbia, Gloss.; arrogance, Onos.42.24;ὁ φρυαττόμενος μεγάλα τ. Ph.1.667
; pomp,σεμνότερον ἦγεν αὑτόν—ἄρχοντι δὲ λυσιτελέστατον ὁ τ. Id.2.518
. -
20 ὠμαχθής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠμαχθής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πήρη — πήρα leathern pouch fem nom/voc sg (epic ionic) πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α οδοιπορικός σάκος, συνήθως δερμάτινος, που κρέμεται από τον ώμο, ταγάρι, σακούλι («ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.) νεοελλ. 1. παγίδα από καλάμια πλεγμένα ή από συρματόπλεγμα, που χρησιμοποιείται στα … Dictionary of Greek
λυπηρή — λῡπηρή , λυπηρός painful fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)