Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πήρε

  • 81 невдомёк

    [νιβνταμιόκ] ρ απρόσ ούτε πήρε χαμπάρι

    Русско-эллинский словарь > невдомёк

  • 82 благословение

    ουδ.
    1. ευλογία, ευχή•

    он получил благословение отца αυτός πήρε την ευχή του πατέρα.

    2. μτφ. έγκριση• παρακίνηση, προτροπή, συγκατάθεση, συμφωνία.
    3. παλ. ευγνωμοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > благословение

  • 83 взвалить

    взвалю, взвалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взваленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ επάνω, φορτώνω•

    взвалить мешок на спинку ρίχνω το τσουβάλι στη ράχη.

    2. αναθέτω, επιφορτίζω•

    на меня -ли зту работу σε μένα τη φόρτωσαν αυτή τη δουλιά.

    3. αποδίδω, επιρρίπτω•

    взвалить обвинение αποδίδω κατηγορία•

    она -ла на себя вину αυτή πήρε επάνω της την ενοχή.

    ρίχνομαι, πέφτω επάνω.

    Большой русско-греческий словарь > взвалить

  • 84 вскружить

    -ужу, -ужи/шь, κ. -у/жишь, ρ.σ.μ.
    στην εκφρ. вскружить голову ξελογιάζω, παραλογιάζω, ξεμυαλίζω, σηκώνω τα μυαλά•
    успех -ил ему голову – η επιτυχία τον ξελόγιασε, του πήρε τα μυαλά.
    вскружить голова ή ум ξελογιάζομαι, ξεμυαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вскружить

  • 85 вспыхнуть

    ρ.σ.
    1. αναφλέγομαι, ανάβω•

    порох -ул η μπαρούτη πήρε φωτιά.

    || πετώ φωτιές,ξεσπώ•

    -ул пожар ξέσπασε πυρκαγιά.

    2. μτφ. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ•

    -ла воина ξέσπασε ο πόλεμος•

    -ла страсть ξέσπασε το πάθος•

    -ла паника ξέσπασε πανικός.

    || μτφ. κοκκινίζω αμέσως (από αίσθημα)•

    девочка -ла и убежала το κορίτσι κοκκίνισε αμέσως κι έφυγε τρέχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > вспыхнуть

  • 86 вылить

    -лью, -льешь, παρλθ. χρ. вылил, -ла, -ло ρ.σ.μ.
    1. εκχύνω, ξεχύνω, αδειάζω, εκκενώνω•

    вылить воду из бочки ξεχύνω νερό από το βαρέλι.

    2. χύνω μέταλλο•

    вылить колокол из меди χύνω καμπάνα από χαλκό.

    || μτφ. ξεσπώ (για θυμό, αγανάχτηση κ.τ.τ.).
    3. (διαλκ.) εκδιώκω, βγάζω ζώο έξω από τη φωλιά χύνοντας νερό.
    1. εκχύνομαι, ξεχύνομαι, χύνομαι•

    вино -лось из бутылки το κρασί χύθηκε από το μποκάλι.

    || μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, εκφράζομαι•

    твоя привязанность -лась в письме η αφοσίωση σου ήταν διάχυτη στο γράμμα.

    2. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, παίρνω άλλη μορφή, όψη•

    несочувствие -лось в форму бурного протеста η αντιπάθεια πήρε μορφή θυελλώδικης διαμαρτυρίας.

    Большой русско-греческий словарь > вылить

  • 87 выписать

    пишу, -пишешь, ρ.σ.μ.
    1. αντιγράφω (περικοπές, αποσπάσματα), ξεσηκώνω.
    2. καθαρογράφω. || σχεδιάζω, παρασταίνω με επιμέλεια.
    3. γράφω, δίνω έγγραφο•

    выписать квитанцию δίνω απόδειξη•

    выписать счет δίνω γραπτό λογαρισμό.

    4. γράφομαι, εγγράφομαι συνδρομητής•

    выписать газету, журнал γράφομαι συνδρομητής στην εφημερίδα, στο περιοδικό.

    5. δίνω εξιτήριο•

    выписать из госпиталя δίνω εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.

    1. παίρνω εξιτήριο•

    он -лся из госпиталя πήρε εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.

    2. παλ. χάνω τη συγγραφική λογοτεχνική ικανότητα.

    Большой русско-греческий словарь > выписать

  • 88 выпросить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпрошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    πετυχαίνω, κατορθώνω με παρακλήσεις• προρλι-παρώ, εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. он -лся в отпуск αυτός με παρακάλια κατόρθωσε και πήρε άδεια.

    Большой русско-греческий словарь > выпросить

  • 89 горло

    ουδ.
    1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•

    схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.

    || λάρυγγας•

    у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•

    у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•

    у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.

    2. στενό μέρος αντικειμένου•

    -бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•

    горло залива ο λαιμός του κόλπου.

    εκφρ.
    по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•
    кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•
    слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•
    быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•
    сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•
    пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•
    брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•
    промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•
    слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•
    поперек стать ή вставатьκ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει).

    Большой русско-греческий словарь > горло

  • 90 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 91 душок

    -шка α. μυρουδίτσα, ελαφρά μυρουδιά•

    рыба с -ом το ψάρι πήρε να μυρίσει.

    || μτφ. κλίση προς κάτι•

    либеральный душок μυρίζει φιλελευθερισμός.

    εκφρ.
    с -ом – με αμφιβολία, με αβεβαιότητα• με υποψία.

    Большой русско-греческий словарь > душок

  • 92 жалоба

    θ.
    1. παράπονο•

    горькая жалоба πικρό παράπονο•

    слезливая жалоба κλαψοπαράπονο•

    бюро жалоб; книга жалоб βιβλίο παραπόνων.

    2. μήνυση, καταγγελία•

    он завладел моим имением; вот в чем состоит моя жалоба μου πήρε την περιουσία• γι αυτό τον καταγγέλλω.

    || αίτηση, έφεση•

    кассационная жалоба έφεση αναίρεσης.

    Большой русско-греческий словарь > жалоба

  • 93 загореть

    -рю, -ришь, μτχ. παρλθ. χρ. загоревший
    ρ.σ. καίγομαι στον ήλιο, μαυρίζω• κάνω ηλιοθεραπεία•

    у него лицо -ло το πρόσωπό του κάηκε στον ήλιο.

    1. καίγομαι, ΐιαίρνω φωτιά• αρχίζω να καίγομαι•

    дом -лся το σπίτι πήρε φωτιά.

    || ανάβω•

    -лись огни άναψαν φωτιές.

    || μτφ. φλογίζομαι, βγάζω φωτιές, αστράφτω•

    глаза -лись злобой и ненавистью τα μάτια πετούραν φωτιές από κακία και μίσος•

    -лся жаждой мщения άναψε από δίψα εκδίκησης•

    -лся между ними спор άναψε μεταξύ τους η συζήτηση.

    2. μτφ. κοκκινίζω•

    ее лицо -лось стыдом το πρόσωπο της κοπκίνησε από ντροπή.

    εκφρ.
    что это вам -лось? – τι’ βιάζεστε έτσι; (σα να σας καίγεται κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > загореть

  • 94 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 95 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 96 край

    -я (-ю), προθτ. о крае, в край, на край, πλθ. -края а.
    1. άκρη, άκρο•

    край крыши η άκρη της στέγης•

    он живёт на -ю города αυτός ζει στην άκρη της πόλης.

    || χείλος•

    налить стакан до -ёв γεμίζω το ποτήρι ξέχειλα. εσχατιά, τέρμα.

    || ακροστόμιο. || περιχείλωμα, μπορντούρα• μπορ (καπέλου). || παρυφή, ούγια.
    2. χώρα, περιοχή, τόπος•

    родной край γενέτειρα.

    3. μεγάλη διοικητική περιοχή.
    εκφρ.
    толстый край – το μεσόπλευρο (κρέας)•
    тонкий край – πλευρικό, πλευρά•
    с -ю – από τον τελευταίο (αρχίζω)•
    через край – πέρα από το μέτρο, υπέρμετρα•
    в наших -ях – στα μέρη μας•
    из -я в край ή от -я до -я – απ άκρη σ άκρη•
    конца и -я нет – απέραντος•
    на край света – στην άκρη (πέρατα) του κόσμου•
    на край земли – στα πέρατα της γης•
    быть на -га гроба ή могилы – είμαι με το ένα πόδι στον τάφο, είμαι του θανατά•
    литься ή переливаться, бить через край – ξεσπώ, ξεφαντώνω•
    хватить через край – το παρακάνω• πράττω κάτι άτοπο•
    краем ухо слышать (услышать) – το πήρε λίγο τ αυτί μου.

    Большой русско-греческий словарь > край

  • 97 минус

    α.
    1. (μαθ.) πλην, μείον.
    2. άκλ. αφαιρουμένου•

    пять минус два равно трём από τα πέντε να αφαιρέσομε δύο μένουν τρία.

    (μαθ.) το σημείο του πλην (-).
    3. ελάττωμα, μειονέκτημα.
    4. σχολικός βαθμός αδύνατος (λίγο κατώτερος του σημειωνόμενου)•

    этот ученик получил четыре с -ом αυτός ο μαθητής πήρε τέσσερα αδύνατο (4 -).

    κάτω του μηδενός•

    утром было - 22 градуса το πρωί η θερμοκρασία ήταν 22 βαθμούς κάτω από το μηδέν.

    Большой русско-греческий словарь > минус

  • 98 мыслимый

    επ., -лим, -а, -о
    επ.
    από μ_τχ. φανταστικός δυνατός, ενδεχόμενος•

    мыслимый случай ενδεχόμενη περίπτωση•

    он получил от не все -ые заверения αυτός πήρε απ αυτήν όλες τις διαβεβαιώσεις που μπορείς να φανταστείς.

    εκφρ.
    - о ли дело – είναι δυνατό; το χωρά το μυαλό;

    Большой русско-греческий словарь > мыслимый

  • 99 напрячь

    -ягу, -яжшь, -ягут, παρλθ. χρ. напряг, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напряженный, βρ: -жн, -жена, -жено, επιρ. μτχ. -яши ρ.σ.μ.
    1. εντείνω, τεντώνω•

    напрячь мускул τεντώνω τους μυώνες•

    ветер -яг паруса ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά.

    2. μτφ. ενδυναμώνω•

    напрячь слух τεντώνω το αυτί, εντείνω την ακοή•

    напрячь голос δυναμώνω τη φωνή•

    напрячь внимание εντείνω την προσοχή.

    1. εντείνομαι, τεντώνομαι.
    2. μτφ. βάζω, καταβάλλω όλες τις δυνάμεις.
    3. μτφ. δυναμώνω.
    4. βγαίνω από τα φυσικά όρια προσποιούμαι•

    лицо -глось το πρόσωπο πήρε προσποιητή όψη.

    Большой русско-греческий словарь > напрячь

  • 100 отлично

    1. επίρ. άριστα•

    ученик ответил отлично ο μαθητής απάντησε άριστα•

    она учится αυτή μαθαίνει άριστα.

    2. ως κατηγ. είναι υπέροχα, θαυμάσια•

    здесь отлично εδώ είναι υπέροχα.

    3. πολύ καλά, ωραία, περίφημα•

    сейчас он придёт отлично, мы его здесь подождём τώρα αυτός θα έρθει. отлично Πολύ καλά, εμείς θα τον περιμένομε εδώ.

    4. ως ουσ. ο βαθμός άριστα•

    он получил отлично αυτός πήρε άριστα.

    Большой русско-греческий словарь > отлично

См. также в других словарях:

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • μάντακας — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών, από το χωριό Λάκκοι της επαρχίας Κυδωνίας του νομού Χανίων. 1. Αναγνώστης (; – Λάκκοι 1918). Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1841 και διακρίθηκε για την ανδρεία του στις μάχες του Προβάρματος (Αποκορώνου)… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από τους Λαπαναγούς Καλαβρύτων. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές των Ν. και B. Πετμεζά σε πολλές επιχειρήσεις του Αγώνα. 2. Αθανάσιος. Καταγόταν από τον Γαλατά Μεσολογγίου. Πολέμησε με τον Δ. Μακρή ως …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνωστόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από το Αίγιο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλαρχηγός. 2. Αδάμ. Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1781. Πολέμησε με δικό του στρατιωτικόσώμα και υπό τις διαταγές του Παν. Γιατράκουστο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη,… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από την Ύδρα. Ήταν ιδιοκτήτης του πλοίου Αριστείδης, το οποίο διέθεσε για τους σκοπούς της Ελληνικής Επανάστασης. Από το 1823 πήρε μέρος σε διάφορες ναυμαχίες αλλά κυρίως διακρίθηκε στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»