Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πήρε

  • 1 унести

    унесу, унесшь, παρλθ. χρ. унс, унесла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, αποκομίζω•

    унести на плечах μεταφέρω στους ώμους.

    || παίρνω•

    унести с собой ключи παίρνω μαζί μουτα κλειδιά (φεύγοντας)•

    унести обратно φέρνω πίσω (ξαναφέρνω).

    2. κλέβω•

    воры -сли вещи из дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα από το σπίτι.

    3. παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω•

    ветер унёс бумаги со стола ο άνεμος πήρε τα χαρτιά από το τραπέζι•

    лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού).

    || αφαιρώ, στερώ•

    работа -ела много сил η δουλειά τον εξάντλησε πολύ•

    борьба -ла слабйших ο αγώνας πήρε τους πιο αδύνατους.

    4. μτφ. μεταφέρω νοερώς•

    воображение -ло его в прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν.

    5. (με τις λ. чрт, нелгкая κ.τ.τ.)• απλ. παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό•

    слава Богу чёрт их унёс δόξα το Θεό, τους πήρε ο διάβολος (τους ξεφορτώθηκα).

    εκφρ.
    еле ή едва ноги унести – μόλις και μετά βίας κατορθώνω ναδιαφύγω (να σωθώ)•
    -си ты моё горе! – πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια!
    1. φεύγω, απέρχομαι γρήγορα.
    2. παρασύρομαι (από άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.).
    4. (γιαχρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. || μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > унести

  • 2 повышение

    повышение
    с
    1. (высокое место) ἡ ὕψωση, τό ἀνέβασμα·
    2. (увеличение) ἡ αὐξηση [-ις]:
    \повышение производительности труда τό ἀνέβασμα τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \повышение цен ἡ ὕψωση [-ις] τῶν τιμῶν
    3. (по службе) ἡ προαγωγή, ὁ προβιβα-σμός:
    он получил \повышение πήρε προαγωγή, πήρε προβιβασμό.

    Русско-новогреческий словарь > повышение

  • 3 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 4 заняться

    займусь, займешься, παρλθ. χρ. занялся, -лась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. занявшийся, ρ.σ.
    1. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι•

    заняться спортом ασχολούμαι με τον αθλητχσμό•

    заняться политикой ασχολούμαι με την πολιτική•

    пустяками ασχολούμαι με τιποτενια πράγματα.

    2. αρχίζω, καταπιάνομαι•

    он -лся письмом αυτός άρχισε να γράφει•

    она -лась делом αυτή άρχισε τη δουλειά.

    εκφρ.
    дух -лся (занимает(ся); дыхание -лось (занимает(ся) – μου πιάστηκε (πιάνεται) η αναπνοή.
    ρ.σ.
    1. ανάβω, παίρνω φωτιά•

    сажа в трубе -лась η καπνιά στην καπνοδόχο πήρε φωτιά.

    2. αρχίζω να (ανα) φαίνομαι•

    заря -лась άρχισε να φέγγει, πήρε να φέξει.

    Большой русско-греческий словарь > заняться

  • 5 двойка

    двойк||а
    ж в разн. знач. τό δυάρι, ἡ δυάρα, τό δύο:
    \двойка треф карт. τό δυάρι (или τό δύο) σπαθί· он получил \двойкау по истории (έ)πήρε δύο (или δυάρι) στήν ίστορία.

    Русско-новогреческий словарь > двойка

  • 6 дождаться

    дожд||а́ться
    сов
    1. см. дожидаться· он \дождатьсяалея, наконец, письма ἐπί τέλους πήρε γράμμα· жду не дождусь περιμένω μέ ἀνυπομονησία·
    2. (при угрозе, предупреждении) разг:
    он \дождатьсяется того́, что полу́чит замечание θά φτάσει στό σημείο νά τόν κάνουν παρατήρηση.

    Русско-новогреческий словарь > дождаться

  • 7 заработать

    заработать I
    сов см. зарабатывать.
    заработать II
    сое. (начать работать) ἀρχίζω νά δουλεύω, μπαίνω σέ κίνηση:
    мото́р \заработатьл ἡ μηχανή πήρε μπρος.

    Русско-новогреческий словарь > заработать

  • 8 заря

    зар||я
    ж
    1. ἡ αὐγή, ἡ χαραυγή, τό χάραμα (утренняя)! τό σούρουπο (вечер· няя):
    на \заряе, с \заряею τήν αὐγή, τά χαράματα· \заря занимается πήρε νά ξημερώνει·
    2. перен (начало) ἡ ἔναρξη [-ις], ἡ ἀρχή, ἡ (χαρ)αυγή:
    на \заряе́ новой жи́зии στήν αὐγή τῆς νέας ζωής·
    3. воен.:
    играть зорю а) (утреннюю) σαλπίζω ἐγερτήριο, б) (вечернюю) σαλπίζω σιωπητήριο· ◊ ни свет ни \заря πολύ νωρίς, τά ξημερώματα· от \заряй до \заряй ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδι.

    Русско-новогреческий словарь > заря

  • 9 неблагоприятный

    неблагоприятный
    прил δυσμενής, μή εὐνοϊκός/ ἐνάντιος (о ветре):
    дело приняло \неблагоприятный оборот ἡ ὑπόθεση πήρε ἄσχημη τροπή· \неблагоприятный ответ (отзыв) ἡ ἀρνητική ἀπάντηση.

    Русско-новогреческий словарь > неблагоприятный

  • 10 невдомек

    невдомек
    безл:
    ему и \невдомек разг οὔτε πήρε χαμπάρι· мне \невдомек δέν μοῦ πέρασε κᾶν ἀπ' τό νοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > невдомек

  • 11 повадиться

    пова́ди||ться
    сов разг συνειθίζω, μαθαίνω, τό κάνω συνήθειο:
    \повадитьсялся к нам ка́ждый день ходить τό πήρε συνήθιο νά μᾶς Ερχεται κάθε μέρα

    Русско-новогреческий словарь > повадиться

  • 12 поворот

    поворот
    м
    1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ στροφή, ἡ περιστροφή·
    2. (место поворота) ἡ στροφή, ἡ καμπή:
    на \повороте дороги στή στροφή τοῦ δρόμου·
    3. перен ἡ τροπή, ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταλλαγή, ἡ μεταβολή:
    \поворот к лу́чшему (к ху́дшему) ἀλλαγή προς τό καλύτερο (προς τό χειρότερο)· дело приняло неожиданный \поворот ἡ ὑπόθεση πήρε ἀπροσδόκητη τροπή.

    Русско-новогреческий словарь > поворот

  • 13 привычка

    привыч||ка
    ж ἡ συνήθεια, τό συνήθειο, ἡ δξη [-ις]:
    плохая \привычка ἡ κακή συνήθεια, ἡ κακή ἐξις· это вошло́ у него́ в \привычкаку τοῦ ἐγινε συνήθεια, τό πήρε συνήθειο· по \привычкаке ἀπό συνήθεια· иметь \привычкаку ἔχω τή συνήθεια· дело \привычкаки ζήτημα συνήθειας.

    Русско-новогреческий словарь > привычка

  • 14 привязываться

    привязывать||ся
    1. (κ чему-л.) δένομαι, συνδέομαι·
    2. перен (κ кому-л.) ἀφοσιώνομαι·
    3. (надоедать) разг ἐνοχλώ, γίνομαι φόρτωμα, κολλώ, γίνομαι φορτικός (или ὀχληρός)·
    4. (приставать) κολλώ κάποιου, γίνομαι τσιμπούρι:
    по дороге ко мне привязалась какая-то собака ото δρόμο μέ πήρε στό κατόπι ἔνας σκύλος.

    Русско-новогреческий словарь > привязываться

  • 15 ухо

    у́х||о
    с τό ἀφτί, τό αὐτί, τό ούς:
    на-ру́жное (среднее) \ухо τό ἔξω (то μέσον) οὐς· воспаление \ухоа ἡ ὠτΐτις· заткну́ть у́ши βουλώνω τ' αὐτιά· отодрать за уши τραβώ τ' αὐτιά· ◊ туго́й на ухо βαρύκο-ος· быть тугим на ухо βαρυακούω· говорить кому́-л. на́ ухо ψιθυρίζω κάτι στό ἀφτί· во все у́ши слу́шать εἶμαι ὅλος αὐτιά· пропустить мимо ушей κάνω πώς δέν ἀκούω, κάνω τόν κουφό· держать \ухо востро́ ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· навострить у́ши τσιτώνω τ' ἀφτιά, εἶμαι ὅλος ἀφτιά· протрубить (прожужжать) все у́ши кому-л. τρώγω κάποιου τ' αὐτιά μέ τήν πολυλογία μου· в одно́ \ухо входит, в другое выходит ἀπ' τό ἕνα αὐτἰ μπαίνει καί ἀπό τ' ἄλλο βγαίνει· он и \ухоом не ведет καρφί δέν μοῦ καίεται, δέν μέ μέλει· \ухо (у́ши) дерет τρυπδ τά ἀφτιά· у́ши вя́иут κοκκινίζουν τ' ἀφτιά ἀπό ντροπή· дойти до чьи́х-л. ушей φτάνω στ' ἀφτιά· не верить свои́м уша́м δέν πιστεύω τ' αὐτιά μου· не видать как своих ушей δέν πρόκειται νά τό δεις ποτέ· быть по уши в долгу́ εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι βουτηγμένος στά χρέη· быть влюбленным по́ уши εἶμαι τρελλά. ἐρωτευμένος· слышать кра́ем \ухоа κάτι πήρε τ' αὐτι μου· за́ уши тащить кого-л. μέ τό ζόρι προωθώ κάποιον хлопать уша́ми ἀκούω χωρίς νά καταλαβαίνω τίποτε· дать в \ухо, дать по уху груб. κτυπώ κάποιον στ' αὐτιά.

    Русско-новогреческий словарь > ухо

  • 16 невдомёк

    [νιβνταμιόκ] ρ. ακρόσ. ούτε πήρε χαμπάρι

    Русско-греческий новый словарь > невдомёк

  • 17 невдомёк

    [νιβνταμιόκ] ρ απρόσ ούτε πήρε χαμπάρι

    Русско-эллинский словарь > невдомёк

  • 18 благословение

    ουδ.
    1. ευλογία, ευχή•

    он получил благословение отца αυτός πήρε την ευχή του πατέρα.

    2. μτφ. έγκριση• παρακίνηση, προτροπή, συγκατάθεση, συμφωνία.
    3. παλ. ευγνωμοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > благословение

  • 19 взвалить

    взвалю, взвалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взваленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ επάνω, φορτώνω•

    взвалить мешок на спинку ρίχνω το τσουβάλι στη ράχη.

    2. αναθέτω, επιφορτίζω•

    на меня -ли зту работу σε μένα τη φόρτωσαν αυτή τη δουλιά.

    3. αποδίδω, επιρρίπτω•

    взвалить обвинение αποδίδω κατηγορία•

    она -ла на себя вину αυτή πήρε επάνω της την ενοχή.

    ρίχνομαι, πέφτω επάνω.

    Большой русско-греческий словарь > взвалить

  • 20 вскружить

    -ужу, -ужи/шь, κ. -у/жишь, ρ.σ.μ.
    στην εκφρ. вскружить голову ξελογιάζω, παραλογιάζω, ξεμυαλίζω, σηκώνω τα μυαλά•
    успех -ил ему голову – η επιτυχία τον ξελόγιασε, του πήρε τα μυαλά.
    вскружить голова ή ум ξελογιάζομαι, ξεμυαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вскружить

См. также в других словарях:

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • μάντακας — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών, από το χωριό Λάκκοι της επαρχίας Κυδωνίας του νομού Χανίων. 1. Αναγνώστης (; – Λάκκοι 1918). Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1841 και διακρίθηκε για την ανδρεία του στις μάχες του Προβάρματος (Αποκορώνου)… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από τους Λαπαναγούς Καλαβρύτων. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές των Ν. και B. Πετμεζά σε πολλές επιχειρήσεις του Αγώνα. 2. Αθανάσιος. Καταγόταν από τον Γαλατά Μεσολογγίου. Πολέμησε με τον Δ. Μακρή ως …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνωστόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από το Αίγιο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλαρχηγός. 2. Αδάμ. Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1781. Πολέμησε με δικό του στρατιωτικόσώμα και υπό τις διαταγές του Παν. Γιατράκουστο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη,… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από την Ύδρα. Ήταν ιδιοκτήτης του πλοίου Αριστείδης, το οποίο διέθεσε για τους σκοπούς της Ελληνικής Επανάστασης. Από το 1823 πήρε μέρος σε διάφορες ναυμαχίες αλλά κυρίως διακρίθηκε στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»