Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πέψω

См. также в других словарях:

  • πέψω — πέσσω Acut. (Sp.) aor subj act 1st sg πέσσω Acut. (Sp.) fut ind act 1st sg πέσσω Acut. (Sp.) aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • pekʷ- (*kʷekʷhō) —     pekʷ (*kʷekʷhō)     English meaning: to cook     Deutsche Übersetzung: “kochen”     Grammatical information: participle pekʷ to “cooked, boiled”     Material: O.Ind. pácati, Av. pačaiti “kocht, bäckt, brät” (= Lat. coquō, Welsh pobi, Alb.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»