-
1 πετρινος
-
2 πέτρινος
-
3 πέτρινος
πέτρινοςrocky: masc nom sg -
4 πέτρινος
A rocky,ὄρος Hdt.2.8
; (anap.); ὄχθος, δειράδες, etc., E.IT 290, 1089 (lyr.), etc.;στάλα IG5(1).1111.37
([place name] Geronthrae);ποτήριον Anon.Vat.56
; λίθοι (opp. λευκοί, 'marble') Supp.Epigr.4.446 (Didyma, iii B. C.); π. ῥόος, τοῖχος π., Schwyzer89.9, 18 (Argos, iii B. C.): metaph., of a person, Anaxipp.3.3 (s. v. l.).III π. ἀκοντισμός, a Celtic manoeuvre, Arr.Tact.37.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέτρινος
-
5 πέτρινος
πέτρινος, von Felsen, Stein gemacht, felsig -
6 πέτρινος
η, ο[ν] прям., перен. каменный -
7 πέτρινος
[пзтринос] еж. каменныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πέτρινος
-
8 πέτρινος
-η,-ον A 0-4-0-0-0=4 Jos 5,2.3; 21,42d; 24,31aof stone, of rock -
9 πέτρινος
[пзтринос] еж. каменный. -
10 πετρίνη
πέτρινοςrocky: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————πέτρινοςrocky: fem dat sg (attic epic ionic) -
11 πετρίνων
πέτρινοςrocky: fem gen plπέτρινοςrocky: masc /neut gen pl -
12 πέτρινον
πέτρινοςrocky: masc acc sgπέτρινοςrocky: neut nom /voc /acc sg -
13 каменный
πέτρινος, λίθινος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каменный
-
14 πετρίναις
πέτρινοςrocky: fem dat pl -
15 πετρίνην
πέτρινοςrocky: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 πετρίνης
πέτρινοςrocky: fem gen sg (attic epic ionic) -
17 πετρίνοις
πέτρινοςrocky: masc /neut dat pl -
18 πετρίνοισι
πέτρινοςrocky: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
19 πετρίνοισιν
πέτρινοςrocky: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
20 πετρίνου
πέτρινοςrocky: masc /neut gen sg
См. также в других словарях:
πέτρινος — rocky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρινος — η, ο / πέτρινος, ίνη, ον, ΝΜΑ [πέτρα] 1. βραχώδης (α. «ο πέτρινος όγκος τού Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», Ευρ.) 2. φτιαγμένος από πέτρα («πέτρινος τοίχος») 3. πολύ σκληρός ή πολύ ανθεκτικός («πέτρινη καρδιά») μσν. (για τη Νιόβη)… … Dictionary of Greek
πέτρινος — η, ο 1. ο από πέτρα κατασκευασμένος: Πέτρινο σπίτι. – Πέτρινα σκαλιά. 2. μτφ., σκληρός: Έχει πέτρινη καρδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετρίνων — πέτρινος rocky fem gen pl πέτρινος rocky masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρινον — πέτρινος rocky masc acc sg πέτρινος rocky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίναις — πέτρινος rocky fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνη — πέτρινος rocky fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνην — πέτρινος rocky fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνης — πέτρινος rocky fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνοις — πέτρινος rocky masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνοισι — πέτρινος rocky masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)