-
1 πολυ-νιφής
πολυ-νιφής, ές, viel od. sehr beschnei't, πέτρινα δρία, Eur. Hel. 1326.
-
2 κρή-δεμνον
κρή-δεμνον, τό, die Kopfbinde; bei Hom. ein weiblicher Kopfputz, der schleierartig an beiden Seiten herabhing, so daß man das ganze Gesicht damit ver hüllen konnte; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερϑε καλύψατο δῖα ϑεάων Il. 14, 184; ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα, von der Penelope, Od. 1, 334 u. öfter; auch die Dienerinnen der Nausikaa tragen sie, 6, 100. – Bei Eur. Phoen. 1490 ein Schmuck der Jungfrauen. – Ueberh. Bedeckung, Deckel, κρητῆρα κέρασσεν οἴνου, τὸν ὤϊξεν ταμίη καὶ ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν Od. 3, 390. – Uebertr. von Städten, Zinnender Stadtmauern, ὄφρ' οἶοι Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα λύοιμεν ll. 16, 100, vgl. Od. 13, 388; H. h. Cer. 151 ὃς Θήβης κρήδεμνον ἔχει ῥύεταί τε πόληα, Theben's Mauerzinnen, d. i. Theben selbst, Hes. Sc. 105; folgde Dichter; πόλεων κρήδεμνα λύειν Bacchyl. bei Ath. II, 39 f; πέτρινα Eur. Troad. 508.
-
3 δρίος
δρίος, das Gebüsch, verwandt mit δρῠς, δόρ υ, δένδρεον; vgl. δριάω. Bei Homer δρίος einmal, Odyss. 14, 353 ὅϑι τε δρίος ἦν πολυανϑέος ὕλης. Das Geschlecht ist in dieser Stelle nicht zu erkennen. Simm. A. P. 7, 203 ἀν' ὑλῆεν δρίος εὔσκιον; Simm. A. P 7, 193 κατ' εὔδενδρον στείβων δρίος; Oppian. Hal. 4, 588 ἅπαν δρίος. Plural. δρία: Hesiod. O. 530 ἀνὰ δρία βησσήεντα; Soph. Trach. 1012 κατά τε δρία πάντα καϑαίρων; Eur. Hel. 1326 πέτρινα κατὰ δρία πολυνιφέα; Apoll. Rh. 4, 970 ἑρσήεντα κατὰ δρία. Bei gramm. findet sich auch nominat sing. δρίον. Vgl. die Eigennamen Δρίον und Δρίος.
См. также в других словарях:
πετρίνα — πετρίνᾱ , πέτρινος rocky fem nom/voc/acc dual πετρίνᾱ , πέτρινος rocky fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πετρίνα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ.), στην πρώην επαρχία Μεγαλόπολης, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Σπαναίικα (υψόμ. 670 μ.) και η Μονή Αμπελάκη … Dictionary of Greek
πέτρινα — πέτρινος rocky neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνας — πετρίνᾱς , πέτρινος rocky fem acc pl πετρίνᾱς , πέτρινος rocky fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Les Années de pierre — Données clés Titre original Πέτρινα χρόνια (Pétrina Chronia) Réalisation Pantelís Voúlgaris Scénario Pantelís Voúlgaris Sociétés de production … Wikipédia en Français
Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τροιά — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek