-
1 διαπρεπής
διαπρεπ-ής, ές,A distinguished,νᾶσος Pi.I.5(4).44
;ἀρετή Th.2.34
;ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ δ. Democr.195
, cf. E.Supp. 841, IA 1588; γυναικομίμῳ μορφώματι Id. Antiop. iiA7 A.;τὸ δ.
magnificence,Th.
6.16. Adv. - πῶς magnificently,σκηνὴ δ. κεκοσμημένη Plu.Alc.12
;δ. ἀγωνίσασθαι Id.Mar.28
, J.BJ7.1.2 ([comp] Comp.): [comp] Sup.- πέστατα D.50.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπρεπής
-
2 εὐπρεπής
A well-looking, comely, of outward appearance,σχῆμα -έστατον Hdt.1.60
, cf.2.37; [κόσμος] εὐ. A.Pers. 833; εὐ. ἰδεῖν fair to look on, Ar.Th. 192, X.Mem.2.1.22;εἶδος -εστάτη E.Hec. 269
(v.l. ἐκπρ-); τὴν ὄψιν D.40.27
;κοσμοῦντες.. οἰκοδομήμασιν -έστερα Pl.Lg. 761c
.2 decent, seemly, ἄνδρα δ' -έστερον (sc. ἐξελθεῖν ἐστι) A.Ch. 664, etc.;οὐ γὰρ εὐ. λέγειν E.Or. 1145
;λόγος ἐμοὶ οὐκ -έστερος λέγεσθαι Hdt.2.47
; νόσημα ῥηθῆναι οὐκ εὐ. Isoc.12.267; τελευτὴ -εστάτη a most glorious end, Th.2.44.3 specious, plausible, opp. ἀληθής, E.Tr. 951;σκῆψις -εστάτη Hdt.3.72
;εὐ. αἰτία Th.6.76
; εὐ. δειλία cowardice veiled under a fine name, Id.3.82; μετ' ὀνόματος εὐ. ibid.;ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ Id.4.86
; ἐκ τοῦ εὐ. in pretence, Id.7.57; τὸ εὐ. τοῦ λόγου, = εὐπρέπεια 11, Id.3.38,44;εὐ. ἦν πρὸς τοὺς πλείους Id.8.66
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπρεπής
-
3 καινοπρεπής
καινο-πρεπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καινοπρεπής
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский