-
1 καινο-πρεπής
καινο-πρεπής, ές, neu aussehend, καινοπρεπῆ σχήματα, neu u. angemessen, Hermog.; adv., καινοπρεπεστέρως λέγειν Arist. Metaph. 1, 8, auf neue, ungewohnte Weise; Plut. de Alex. fort. 2, 1 tadelnd von Philipp ἦν ἐν τούτοις ὑπὸ ὀψιμαϑίας ἑαυτοῦ καινοπρεπέστερος, wie ein Neuling, der spät Etwas gelernt hat, war er unbeholfener od. empfindlicher als sonst.
-
2 καινοπρεπής
καινο-πρεπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καινοπρεπής
-
3 καινοπρεπής
καινο-πρεπής, ές, neu aussehend -
4 καινοπρεπης
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский