-
1 πέπᾱμαι
-
2 πηός
πηός, ὁ, dor. πᾱός, der Verwandte, bes. durch Heirath, der Verschwägerte, vgl. Valck. Phoen. 431; Il. 3, 163, ὄφρα ἴδῃς πρότερόν τε πόσιν, πηούς τε φίλους τε, wie Od 10, 441 u. Hes. O. 343; das dor. παός ging auch in die gewöhnliche Sprache über. Nach der gewöhnlichen Ableitung von πέπᾱμαι, da die πηοί sind ἐπίκτητοι συγγενεῖς, Callicrat. bei Stob. Floril. 85, 16; vgl. Eur. Andr. 641.
-
3 πάομαι
(πάομαι, sich erwerben, davon) perf. πέπᾱμαι, ich habe mir erworben, ich besitze; Pind. εἴ τις ἐσλὰ πέπαται, P. 8, 76; frg. 72; Ar. Av. 943; χρήματα πεπᾶσϑαι, Solon 5, 7; γαμβρὸν πεπᾶσϑαι, Eur. Andr. 642; fut. πάσεται, Aesch. Eum. 169; aor. ἐπᾶσάμην, Theogn. 146 u. Theocr. 15, 90. Auch Xen. hat πεπαμένος, An. 5, 9, 12, πέπανται, 3, 3, 18, ἐπέπατο, 1, 9, 19; ein fut. πεπάσεται hat Pempel. bei Stob. fl. 79, 52. – Der aor. ἐπᾰσάμην mit dem perf. πέπασμαι gehören zu πατέομαι, w. m. s. – Vgl. παμοῠχος, πολυπάμων.
-
4 αὐτο-πάμων
αὐτο-πάμων (πέπαμαι), ὁ, einziger Erbe, Hesych.
-
5 ἐμ-πάμων
См. также в других словарях:
πέπαμαι — Α βλ. πάομαι … Dictionary of Greek
πέπαμαι — πέπᾱμαι , πάομαι get perf ind mp 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάομαι — Α (ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.) 1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.) 2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαι έχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., τού οποίου απαντούν ο μέλλ.… … Dictionary of Greek
βουπάμων — βουπάμων, ο (Α) πλούσιος, με πολλά κοπάδια βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + (ρ.) *πάομαι, το οποίο κυρίως απαντά στον παρακμ. πέπαμαι «κατέχω»] … Dictionary of Greek
καταπάομαι — (Α) (μόνο στον αόρ., αποθ.) αποκτώ κυριαρχία πάνω σε κάποιον, κατακτώ («κατεπάσατο κατεκτήσατο», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πάομαι, που μαρτυρείται κυρίως στον τ. τού παρακμ. πέπαμαι] … Dictionary of Greek
παμπήδην — (Α, Μ παμπηδόν και παμπηδονίς) επίρρ. καθ ολοκληρίαν, εντελώς, ολότελα («παμπήδην λαὸς πᾱς κατέφθαρται δορί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάμπαν*, κατά τα επιρρ. σε ήδην / ηδόν (πρβλ. υποβλ ήδην). Το επίρρ. δεν συνδέεται με την οικογένεια τών πέπαμαι … Dictionary of Greek
παμπησία — παμπησία, ἡ (Α) πλήρης ιδιοκτησία, ολοσχερής κτήση («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πησία (< πέπαμαι «κατέχω, εξουσιάζω»), κατά τα θηλ. σε ησία (πρβλ. παρρησία, πανοικησία), μέσω αμάρτυρου *πάν πητος] … Dictionary of Greek
k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- — k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen” Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… … Proto-Indo-European etymological dictionary