Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πέπᾱμαι

См. также в других словарях:

  • πέπαμαι — Α βλ. πάομαι …   Dictionary of Greek

  • πέπαμαι — πέπᾱμαι , πάομαι get perf ind mp 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάομαι — Α (ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.) 1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.) 2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαι έχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., τού οποίου απαντούν ο μέλλ.… …   Dictionary of Greek

  • βουπάμων — βουπάμων, ο (Α) πλούσιος, με πολλά κοπάδια βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + (ρ.) *πάομαι, το οποίο κυρίως απαντά στον παρακμ. πέπαμαι «κατέχω»] …   Dictionary of Greek

  • καταπάομαι — (Α) (μόνο στον αόρ., αποθ.) αποκτώ κυριαρχία πάνω σε κάποιον, κατακτώ («κατεπάσατο κατεκτήσατο», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πάομαι, που μαρτυρείται κυρίως στον τ. τού παρακμ. πέπαμαι] …   Dictionary of Greek

  • παμπήδην — (Α, Μ παμπηδόν και παμπηδονίς) επίρρ. καθ ολοκληρίαν, εντελώς, ολότελα («παμπήδην λαὸς πᾱς κατέφθαρται δορί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάμπαν*, κατά τα επιρρ. σε ήδην / ηδόν (πρβλ. υποβλ ήδην). Το επίρρ. δεν συνδέεται με την οικογένεια τών πέπαμαι …   Dictionary of Greek

  • παμπησία — παμπησία, ἡ (Α) πλήρης ιδιοκτησία, ολοσχερής κτήση («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πησία (< πέπαμαι «κατέχω, εξουσιάζω»), κατά τα θηλ. σε ησία (πρβλ. παρρησία, πανοικησία), μέσω αμάρτυρου *πάν πητος] …   Dictionary of Greek

  • k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- —     k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā     English meaning: to swell     Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen”     Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»