Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πέπαιγμαι

См. также в других словарях:

  • πέπαιγμαι — παίζω play like a child perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… …   Dictionary of Greek

  • παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …   Dictionary of Greek

  • παιγμός — παιγμός, ὁ (Α) εμπαιγμός, σκώμμα, λογοπαίγνιο, πείραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παιγ τού παίζω* (πρβλ. πέπαιγμαι) + κατάλ. μός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»