-
1 πένης
A one who works for his living, day-labourer, poor man, opp. πλούσιος, Democr.283; opp. δυνάμενος, Archyt.3; πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος.., ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα· τοῦ δὲ πένητος ζῆν φει- ;οἱ π. αὐτῶν Hdt.1.133
, 2.47 ;πλούσιος ἐκ πένητος Lys.1.4
;πένητες ἄνθρωποι Hdt.8.51
; [full] οἷ' ἀνὴρ π. S.Ph. 584;π. ἵππος X. Oec. 11.5
.II as Adj.,π. δόμοι E. El. 1139
: c. neut., ἐν πένητι σώματι ib. 372 : c. gen., χρημάτων πένητες poor in money, ib.38 ;π. φίλων Pl.Ep. 332c
;π. ἀπολογίας Luc. Apol. 11
: [comp] Comp.πενέστερος X.Ath.1.13
: [comp] Sup.πενέστατος D.21.123
. -
2 πένης
πένης, ητος, ὁ, eigtl. der sich sein tägliches Brot erarbeitet ( πένομαι) der Arme, Dürftige; Soph. Phil. 580; Ar. Plut. 553 Eccl. 566; Eur. oft; πένητες ἄνϑρωποι, Her. 8, 51; im Ggstz von πλούσιοι, Dem. 24, 124, wie Plat. Prot. 319 d; καὶ φειδωλός, Legg. IV, 719 e; καὶ ἄπορος, Rep. VIII, 552 a; auch τινός, arm an Etwas, z. B. πένης γὰρ ἦν ἀνδρῶν φίλων καὶ πιστῶν, Ep. VII, 332 c; nach Xen. Mem. 4, 2, 37 ὁ μὴ ἱκανὰ ἔχων εἰς ἃ δεῖ τελεῖν; Folgde; βίος, Antp. Th. 47 (IX, 23). – Das tem. πένησσα erwähnt Hesych. – Compar. πενέστερος, Xen. Ath. 1, 13; Plut. auch superl. πενέστατος.
-
3 ιδιωτης
I1) отдельный человек, отдельное лицоφιλία ἰδιώταις καὴ κοινωνία πόλεσιν Thuc. — дружба между отдельными людьми и общение между государствами
2) частный человек, не должностное лицо(οὔτ΄ ἰ. οὔτε ἄρχων Lys.)
ἔτι ἰδιώτῃ ἐόντι Δαρείῳ Her. — когда Дарий был еще частным лицом3) простой солдат, рядовой боец(οὔτε στρατηγὸς οὔτε ἰ. Xen.; ἡγεμόνες ἄνευ ἰδιωτῶν Arst.)
4) простой человек, простолюдин(οἱ ἰδιῶται καὴ πένητες Plut.; ἄνθρωποι ἀγράμματοι καὴ ἰδιῶται NT.)
5) несведущий человек, не имеющий профессионального образованияοἱ δημιουργοὴ καὴ ἰδιῶται Plat. — мастера и люди без специальности;
οἱ ἰατρικῆς ἰδιῶται Plat. — несведущие в медицине, не врачи;ἰ. τῷ λόγῳ NT. — неискушенный в красноречии6) необученный солдатἰδιῶται, ὡς εἰπεῖν χειροτέχναι Thuc. — неопытные бойцы, чуть ли не чернорабочие
7) новичок, неопытный человек(ἰ. ἔργου Xen.)
ἰ. κατὰ τοὺς πόνους Xen. — не приученный к трудам8) прозаик9) здешний человек, земляк(οἱ ξένοι καὴ οἱ ἰδιῶται Arph.)
II1) частный, стоящий в стороне от общественных дел, непричастный к политической жизни(ἀνήρ Her.)
2) личный, особый, частный, домашний(θεοί Arph.; βίος Plat., Plut.)
3) несведущий, непросвещенный, неученый(ὄχλος Plut.)
См. также в других словарях:
λυτρώνω — (AM λυτρῶ, όω) [λύτρα] 1. απελευθερώνω αιχμάλωτο λαμβάνοντας λύτρα, ως αντάλλαγμα 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό (α. «ο θάνατος τόν λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», Δημοσθ.) μσν. εξαγοράζω αρχ. 1. (κατά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek