Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πέλεκυ

См. также в других словарях:

  • πελέκημα — το, ΝΜΑ [πελεκώ] κομμάτι πελεκημένου ξύλου, πελεκούδι νεοελλ. 1. η κοπή ξύλων με τον πέλεκυ 2. η κατεργασία ξύλου με αιχμηρό όργανο ή με πέλεκυ 3. μτφ. α) ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα β) εξόντωση, πετσόκομμα …   Dictionary of Greek

  • πελεκίζω — ΝΜΑ [πέλεκυς] μσν. νεοελλ. κόβω κάτι με τον πέλεκυ, πελεκώ αρχ. κόβω το κεφάλι με τον πέλεκυ, καρατομώ, αποκεφαλίζω («τῶν μὲν μαστιγουμένων, τῶν δὲ πελεκιζομένων», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • πελεκώ — πελεκῶ, άω, ΝΜΑ [πέλεκυς] 1. κόβω ξύλο με πέλεκυ ή κατεργάζομαι με πέλεκυ ξύλο ή αντικείμενο από ξύλο («ἦν δ ὁ κτύπος αὐτῶν πελεκώντων ὥσπερ ἐν ναυπηγίῳ», Αριστοφ.) 2. σφυροκοπώ ακατέργαστους λίθους για να τούς προσαρμόσω σε ορισμένη θέση… …   Dictionary of Greek

  • ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… …   Dictionary of Greek

  • Λαβρανδεύς — Προσωνυμία του Δία στα Λάβρανδα της Καρίας, όπου λατρευόταν ως πολεμικός θεός και ονομαζόταν και Στράτιος. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι η λέξη προέρχεται από τον λάβρυ (διπλός πέλεκυς). Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Ηρακλής νίκησε την Ιππολύτη,… …   Dictionary of Greek

  • Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Σιου — Γαλλική λέξη (Sioux), που χρησιμοποιείται για την ονομασία ενός λαού Ινδιάνων ιθαγενών της Β. Αμερικής. Ήταν μια από τις σημαντικότερες φυλές αλλά σήμερα είναι περιορισμένη σε μερικές μόνο χιλιάδες. Οι Σ. κατοικούσαν στις πεδιάδες του Αρκάνσας… …   Dictionary of Greek

  • άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… …   Dictionary of Greek

  • βαφείο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σπάρτης. Το Β. απέχει 6 χλμ. από τη Σπάρτη και είναι γνωστό για τον μεγάλο θολωτό μυκηναϊκό τάφο που βρίσκεται στην… …   Dictionary of Greek

  • ημιπέλεκκον — ἡμιπέλεκκον, τὸ (Α) μισός πέλεκυς, μονόστομος, με μια μόνο κόψη (σε αντίθ. προς τον συνηθισμένο δίστομο πέλεκυ) («ἐτίθει δέκα πελέκεας, δέκα δ ἡμιπέλεκκα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πέλεκκον < πέλεκυς (πρβλ. αμφι πέλεκκον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»