-
1 πάτραθε
1 by family Εὐξένιδα πάτραθε Σώγενες i. e. of the clan of the Euxenidai N. 7.70 -
2 πάτραθε
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάτραθε
-
3 πάτραθε
πάτρᾱθε, πάτρηθεfrom one's native land: doric (indeclform adverb) -
4 Εὐξενίδας
1 descended from EuxenosΕὐξένιδα πάτραθε Σώγενες N. 7.70
-
5 πάτρα
πάτρα (-ας, -ᾳ, -αν.)a homelandἐξένεπε Αἴγιναν πάτραν O. 8.20
εἰ μὴ στάσις ἀντιάνειρα Κνωσίας σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16
καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.84
ἐπεὶ τίνα πάτραν τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον; P. 7.5Κυράναν· ἅ νιν εὔφρων δέξεται καλλιγύναικι πάτρᾳ δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.74
Ἰφιγένεἰ ἐπ' Ἐὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας P. 11.23
Αἰακόν ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ N. 7.85
σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον N. 8.46
Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι πάτραν τ' εὐώνυμον ἐστεφάνωσαν N. 11.20
( Αἰακίδαι),τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν I. 5.43
χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται I. 7.27
πάτρας ἑκάς Πα. 13. b. 2.b clan, family πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι Theandridai N. 4.77 κράτησεν ἀπὸ ταύτας αἷμα πάτρας Καλλίας Bassidai N. 6.35 add. gen.,τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.63
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν P. 8.38
cf. πάτραθε. -
6 Σωγένης
Σωγένης son of Thearion, of Aigina, victor in boys' pentathlon at Nemea.1παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις N. 7.
8.Εὐξένιδα πάτραθε Σώγενες N. 7.70
πατρὶ Σωγένης ἀταλὸν ἀμφέπων θυμόν N. 7.91
-
7 πάτρηθε
A = ἐκ πάτρης, from one's native land, A.R. 2.541, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάτρηθε
См. также в других словарях:
πάτραθε — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πάτρηθε … Dictionary of Greek
πάτραθε — πάτρᾱθε , πάτρηθε from one s native land doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτρηθε — και πάτρηθεν και δωρ. τ. πάτραθε Α επίρρ. 1. από τη χώρα τών πατέρων, από την πατρίδα 2. από την οικογένεια ή την πατριά, από τη γενιά («Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρη / πάτρα «πατρίδα, χώρα τών πατέρων» + επιρρμ. κατάλ.… … Dictionary of Greek