-
1 πάσχοντα
πάσχωhave: pres part act neut nom /voc /acc plπάσχωhave: pres part act masc acc sg -
2 πάσχονθ'
πάσχοντα, πάσχωhave: pres part act neut nom /voc /acc plπάσχοντα, πάσχωhave: pres part act masc acc sgπάσχοντι, πάσχωhave: pres part act masc /neut dat sgπάσχοντι, πάσχωhave: pres ind act 3rd pl (doric)πάσχοντε, πάσχωhave: pres part act masc /neut nom /voc /acc dualπάσχονται, πάσχωhave: pres ind mp 3rd plπάσχοντο, πάσχωhave: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) -
3 πάσχοντ'
πάσχοντα, πάσχωhave: pres part act neut nom /voc /acc plπάσχοντα, πάσχωhave: pres part act masc acc sgπάσχοντι, πάσχωhave: pres part act masc /neut dat sgπάσχοντι, πάσχωhave: pres ind act 3rd pl (doric)πάσχοντε, πάσχωhave: pres part act masc /neut nom /voc /acc dualπάσχονται, πάσχωhave: pres ind mp 3rd plπάσχοντο, πάσχωhave: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) -
4 ἀμύνω
Aἄμῡνον Il.15.731
: [tense] fut. ἀμῠνῶ, [dialect] Ion.- ῠνέω Hdt. 9.60
, [ per.] 3pl. - εῦσι ib.6: [tense] aor. 1 ἤμῡνα, [dialect] Ep. ἄμυνα [pron. full] [ᾰμ] Il.17.615: [tense] aor. 2, v. ἀμυνάθω:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] impf. ἀμυνόμην ib.13.514: [tense] fut. ἀμυνοῦμαι: [tense] aor. 1 ἠμυνάμην: [tense] aor. 2, v. ἀμυνάθω:—[voice] Pass. rare (v. infr. c):—keep off, ward off, Hom., mostly in Il.—Construction:1 c.acc. of the person or thing to be kept off, c. dat. pers. for or from whom danger averted, Δαναοῖσιν λοιγὸν ἄμυνον ward off ruin from the Danai, Il. 1.456, cf. 341, Od.8.525:—dat. freq. omitted,ὃς λοιγὸν ἀμύνει Il.5.603
;ἄ. τὸν βάρβαρον Pl.Lg. 692e
, cf.AB79. b. c. dat. only, defend, aid, succour, ἀ. ὤρεσσι, σοῖσιν ἔτῃσι, Il.5.486, 6.262, cf. Od.11.500, Hdt.8.87, 9.6, etc.; τοιαῦτ' ἀμύνεθ' Ἡρακλεῖ such aid ye give to H., E.HF 219; ἀ. τῇ πόλει, τῷ δήμῳ, Ar.Eq. 577, 790; , Th.3.67:—with inf. added, τοῖς μὲν οὐκ ἠμύνατε σωθῆναι so that they might be saved, Th.6.80.2 c. acc. et gen., Τρῶας ἄμυνε νεῶν he kept the Trojans off from the ships, Il.15.731, cf.4.11, 12.402. b. c. gen. only, ἀ. νηῶν defend the ships, ib.13.109.3 abs., succour, χεῖρες ἀμύνειν hands to aid, ib. 814; ἀμύνειν εἰσὶ καὶ ἄλλοι ib. 312;ὦ ξυνδικασταί.. ἀμύνατε
help!Ar.
V. 197; means of defence,Hdt.
3.155: c. dat. modi, δθένει ἀ. defend with might, Il.13.678.4 with Preps., once in Hom. with περί, ἀμυνέμεναι περὶ Πατρόκλοιο (cf. B.1.3) ib.17.182; in Prose,ἀ. ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος Pl.Lg. 692d
;ἀ. πρὸ πάντων Plb.6.6.8
.II less freq. like B. 11, requite, repay,ἔργ' ἀμύνουσιν κακά S.Ph. 602
;ἀμύνειν.. τοῖσδε τοῖς λόγοις τάδε Id.OC 1128
.B [voice] Med., keep or ward off from oneself, guard or defend oneself against, freq. with collat. notion of requital, revenge:1 c. acc. rei,ἀμύνετο νηλεὲς ἦμαρ Il.13.514
;ἀμύνεσθαι μόρον A.Ag. 1381
;τὸ δυστυχὲς γὰρ ηὑγένει' ἀμύνεται E.Heracl. 303
, cf. S.Fr. 1004. b. c.acc. pers.,ἀ. τὴν Δαρείου στρατιήν Hdt.3.158
;ἐκεῖνον ἠμύναντο S.Fr. 589
.2 that from which danger is warded off in gen., as in [voice] Act.1.2,ἀμυνόμενοι σφῶν αὐτῶν Il.12.155
; νηῶν ἠμύνοντο ib. 179.3 with Preps., ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης ib. 243;περὶ τῶν οἰκείων Th.2.39
;ὑπέρ τινος X.Cyn.9.9
.4 abs., defend oneself, act in self-defence,ἀμύνεσθαι φίλον ἔστω Il.16.556
;ἢν συλλαμβανόμενος ἀμύνηται Hdt.1.80
, cf. 4.174,al.;ἀλλ' ἀμύνου Ar.Eq. 244
; ;οὐδ' ἀμυνόμενος ἀλλ' ὑπάρχων Isoc.16.44
, cf. Pl.Grg. 456e;κακῶς πάσχοντα ἀ. ἀντιδρῶντα κακῶς Pl.Cri. 49d
;ἂν ᾖ χαρίεις, ἀ. εὖ δρῶν Arist.EN 1162b10
.II after Hom., ἀ. τινά avenge oneself on an enemy: hence, requite, repay, Ar.Nu. 1428, etc.: freq. c. dat. instr., ;ἀ. τινὰ σιδήρῳ Antipho 4.2.2
; τοῖς ὁμοίοις, ἀρετῇ, Th.1.42, 4.63;ὠμότητα ὠμότητι D.S.14.53
; ἀ. τινὰς ὑπέρ τινος to punish for a thing, Th.5.69; good sense, Simon.229;ἀ. ὁμοίως εὖ παθόντα, ὥσπερ κακῶς Socr.
ap. Arist.Rh. 1398a25: abs., retaliate, c. dat. instr.,ταῖς ναυσίν Th.1.142
;ἀ. ὧν ἔπαθον 1.96
. -
5 ἀμφιάζω
ἀμφιάζω (Hellen. for ἀμφιέννυμι, s. Schwyzer I 244; Plut., C. Gracch. 835 [2, 3 Z.] v.l.; Vett. Val. 64, 9; Alciphron 3, 6, 3; OGI 200, 24; Sb 6949, 24; PIand 62, 14; LXX; Jos., Bell. 7, 131, Ant. 10, 11; AcThom 7 [Aa II/2, 110, 13]; Mel., P. 47, 330 ὁ κύριος … τὸν πάσχοντα ἀμφιασάμενος) by-form with ἀμφιέζω (q.v.) clothe Lk 12:28 v.l. [N.25 in text].—DELG. M-M.
См. также в других словарях:
πάσχοντα — πάσχω have pres part act neut nom/voc/acc pl πάσχω have pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσχονθ' — πάσχοντα , πάσχω have pres part act neut nom/voc/acc pl πάσχοντα , πάσχω have pres part act masc acc sg πάσχοντι , πάσχω have pres part act masc/neut dat sg πάσχοντι , πάσχω have pres ind act 3rd pl (doric) πάσχοντε , πάσχω have pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσχοντ' — πάσχοντα , πάσχω have pres part act neut nom/voc/acc pl πάσχοντα , πάσχω have pres part act masc acc sg πάσχοντι , πάσχω have pres part act masc/neut dat sg πάσχοντι , πάσχω have pres ind act 3rd pl (doric) πάσχοντε , πάσχω have pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… … Dictionary of Greek
ανεμοβλογιά — Λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με μεγάλη ευκολία από τον πάσχοντα μέσω των σταγονιδίων που βγαίνουν από το στόμα του και η οποία οφείλεται σε ιό. Ο ίδιος ιός προκαλεί και τον έρπητα ζωστήρα, με τη διαφορά ότι η α. εμφανίζεται συνήθως στην παιδική … Dictionary of Greek
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek
δίψακος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των διψακιδών. Το αρχικό είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι κοινό σε ακαλλιέργητους αγρούς και κατά μήκος των δρόμων. Έχει όρθιο, ισχυρό βλαστό, ύψους ενός μέτρου και πλέον, που διακλαδίζεται προς τα πάνω, είναι… … Dictionary of Greek
διχασμός — (Ιατρ.).Θέση στην οποία μια απλή δομή, όπως είναι η τραχεία, διαχωρίζεται σε δύο κλάδους. * * * ο (AM διχασμός) [διχάζω] διαίρεση σε δύο μέρη, διχοτόμηση νεοελλ. 1. διχογνωμία, διαφωνία, διαίρεση σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («διχασμός κόμματος»)… … Dictionary of Greek
επίθεμα — το (AM ἐπίθεμα) [επιτίθημι] 1. ουσία η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα σημεία τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, ψυχρά, θερμά επιθέματα») 2. αλοιφή ή έμπλαστρο νεοελλ. συγκρότημα από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή… … Dictionary of Greek
ετερεμβόλιο — ή ετεροεμβόλιο, το εμβόλιο που παρασκευάζεται από μικρόβια τα οποία λαμβάνονται από άλλη πηγή και όχι από τον πάσχοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + εμβόλιο] … Dictionary of Greek