-
1 πάρφρονος
πάρφρωνwandering from reason: gen sg -
2 παράφρων
A wandering from reason, senseless, (lyr.) ; out of one's wits, deranged, Pl. Lg. 649d ;λύσσας πάρφρονος B.10.103
; τί τόδ' αὖ παράφρων ἔρριψας ἔπος; E.Hipp. 232 (anap.) ;π.καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Plu.Pomp.72
. Adv.-νως, γελᾶν Zen.1.43
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράφρων
См. также в других словарях:
πάρφρονος — πάρφρων wandering from reason gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφρονας — παράφρων, ον, ποιητ. τ. πάρφρων, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει χάσει το λογικό του, τρελός, φρενοβλαβής 2. (για ενέργεια, σκέψη κ.λπ.) ασύνετος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρων (< φρήν, φρενός)] … Dictionary of Greek