-
1 πάρδαλος
-
2 παρδαλος
ὁ предполож. скворец Arst. -
3 πάρδαλος
πάρδαλοςplover: masc nom sg -
4 πάρδαλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάρδαλος
-
5 πάρδαλος
πάρδαλος, ὁ, ein Vogel von aschgrauer Farbe -
6 παρδαλός
η, ό[ν] 1. пёстрый, разноцветный; пятнистый;παρδαλά χρώματα — пёстрые краски;
2) неясный, нечёткий; неопределённый (о словах, смысле);3) ненормальный, неправильный, противоестественный (о поступках); 4) сомнительного поведения, лёгкого поведения (о женщине); 2. (η) женщина лёгкого поведения -
7 παρδαλός
[пардалос] επ. пестрый, пятнистый, рябой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρδαλός
-
8 παρδαλός
[пардалос] επ пестрый, пятнистый, рябой. -
9 παρδαλός
benekli, rengarenk -
10 παρδαλός
bariolé -
11 bariolé
παρδαλός -
12 παρδάλοις
πάρδαλοςplover: masc dat pl -
13 παρδάλου
πάρδαλοςplover: masc gen sg -
14 παρδάλων
πάρδαλοςplover: masc gen pl -
15 пёстрый
-
16 разноцветный
разноцветный ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος* παρδαλός (пёстрый)* * *ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος; παρδαλός ( пёстрый) -
17 пестрый
пестр||ыйприл1. παρδαλος, ποικιλό-χρους, ποικιλόχρωμος:\пестрыйые краски τά παρδαλά χρώματα, τά ζωηρά χρώματα· \пестрыйая вышивка τό πλούμισμα· \пестрыйая одежда τά φανταχτερά φορέματα·2. (разнородный) ποικίλος, παρδαλος, ἀνομοιόμορφος, ἀνακατωμένος:\пестрыйая толпа κάθε καρυδιάς καρύδι. -
18 πάρδος
-
19 пестреть
пестр||етьнесов εἶμαι ποικιλόχρωμος, εἶμαι παρδαλός:луг \пестретьел цветами τό λειβάδι ήταν παρδαλό ἀπ' τά λουλούδια. -
20 пестрить
пестр||и́тьнесов ποικίλω, εἶμαι ποικιλόχρωμος, παρδαλος:у меня \пестритьи́т в глазах βλέπω "θαμπά.
См. также в других словарях:
πάρδαλος — plover masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρδαλος — ὁ, Α 1. ο πάρδος 2. το πτηνό χαραδριός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. πάρδαλις* κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
παρδαλός — ή, ό 1. αυτός που έχει στικτό χρώμα, με στίγματα σαν τής λεοπάρδαλης 2. ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος 3. (για πρόσ.) ο ελευθερίων ηθών, ο χωρίς ηθικές αρχές 4. (για λόγους) ασαφής, ασυνάρτητος 5. το θηλ. ως ουσ. η παρδαλή γυναίκα ελευθέριων ηθών.… … Dictionary of Greek
παρδαλός — ή, ό 1. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος: Παρδαλά ρούχα. 2. ασαφής, μπερδεμένος, σκοτεινός: Μου τα είπε κάπως παρδαλά. 3. το θηλ. ως ουσ., παρδαλή γυναίκα άσεμνη: Στα μεγάλα λιμάνια βρίσκεις πολλές παρδαλές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρδαλεύω — [παρδαλός] 1. είμαι παρδαλός, έχω ποικιλία χρωματισμού 2. μτφ. (κυρίως για γυναίκα) είμαι παρδαλή, έχω ελευθέρια ήθη … Dictionary of Greek
παρδαλίζω — [παρδαλός] παρδαλεύω … Dictionary of Greek
παρδαλώνω — [παρδαλός] κάνω κάτι παρδαλό, τού μεταβάλλω το χρώμα και τό κάνω πολύχρωμο … Dictionary of Greek
παρδάλοις — πάρδαλος plover masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρδάλου — πάρδαλος plover masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρδάλων — πάρδαλος plover masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek