-
121 виадук
η γέφυρα/το γεφύρωμα (πάνω από χαράδρα, κοιλάδα κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виадук
-
122 вираж
1. (поворот) η στροφή 2. ав. η οριζόντια στροφή 360° - глубокий - με κλίση πάνω από 45°Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вираж
-
123 выгибать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгибать
-
124 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
125 дверь
η θύρ/α, разг. η πόρτα (ξεν.)на-вешивать - κρεμώ/τοποθετώ τη -бортовая мор. - πλευρική -бортовая грузовая мор. - πλευρική - φόρτωσηςвентиляционная - ηαεροθυρίδα, το άνοιγμα της διόδου αέροςводонепроницаемая - с клиновыми индивидуальными задрайками мор. στεγανή - με σφηνοειδή ξεχωριστά κλείστραводонепроницаемая - с индивидуальными задрайками на раме мор. στεγανή - με ξεχωριστά κλείστρα στο πλαίσιοводонепроницаемая - с клиновыми задрайками и с тягами мор. στεγανή - με σφηνοειδή κλείστρα και με μοχλούςводонепроницаемая - с центральным задраиванием мор. στεγανή - με κεντρικό σύστημα κλεισίματοςгерметичная - ερμητική -, στεγανή -каютная мор. - του θαλάμου/της καμπίναςклинкетная вертикальная - с электроручным приводом мор. ολισθαίνουσα κάθετη ηλεκτροχειροκίνητη -лацпортная мор. - του παραπέτουнаружная - рулевой рубки мор. εξωτερική - της γέφυραςнесгораемая - с жалюзи мор. πυρίμαχη - με περσίδεςодностворчатая - см. однопольная -остеклённая - με γυαλί/τζάμι, η υαλόθυραпереборочная - мор. η πόρτα-φράχτηςплоская - κρυφή -, επίπεδη -пожарная - ανά-γκης/κινδύνουпри закрытых - ях юр. κεκλεισμένων των - ών- с вентиляционной филенкой мор. - με περσίδες εξαερισμούстальная водонепроницаемая навесная наружная - мор. χαλύβδινη υδατοστεγανή κρεμαστή εξωτερική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дверь
-
126 жатка
1. (машина) η θεριστική μηχανή· навесная - κρεμαστή -, εξαρτημένη - 2. (комбайна) το θερι-στικό μηχάνημα του θεριζοαλωνιστικού συγκροτήματος (κομπάϊν)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жатка
-
127 задолженность
το χρέ/ος, η οφειλήнеуплата - и по кредиту η αθέτηση λόγω μη εξόφλησης δόσης/δανείουпогашать - πληρώνω/εξοφλώ το -погашение - и по кредиту πληρωμή/εξόφληση δόσης/χρέ-ους του δανείουпокрывать - см. погашать -текущая - τρέχον -, βραχυπρόθεσμο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задолженность
-
128 залегать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залегать
См. также в других словарях:
πάνω — και επάνω και απάνω επίρρ. που σημαίνει 1. τόπο: Το δώρο σου είναι πάνω στο τραπέζι. 2. χρόνο: Πάνω που αρχίσαμε τη συζήτηση έφτασες κι εσύ. 3. εναντίον: Μόλις δρασκέλισα το κατώφλι, όρμησε ο σκύλος επάνω μου. 4. με το σύνδ. και, υπέρβαση ορίου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάνω — και πάνου ΝΜ βλ. επάνω … Dictionary of Greek
πανώ — πᾱνώ , πανός masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνω — πάνον neut nom/voc/acc dual πάνον neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάνω Καμάρι — Οικισμός (υψόμ. 40 μ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμαρίου (11 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Καρούζης, Γεώργιος — (Πάνω Αρόδες, Κύπρος 1934 –). Κύπριος εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Λονδίνο, στην Τουλούζ και στην Ολλανδία. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου και της Αγγλίας… … Dictionary of Greek
μεσημεριάτικα — πάνω στο μεσημέρι: Μας επισκέφτηκε μεσημεριάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek