Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

πάντ

  • 1 Bankrupt

    Bankrupt be, v.
    P. ἀνασκευάζεσθαι, ἐξίστασθαι τῶν ὄντων (Dem. 981).
    They went utterly bankrupt: P. ἐξέστησαν ἁπάντων τῶν ὄντων (Dem. 959).
    Be bankrupt in money: P. χρήμασιν ἀπειρηκέναι (Dem. 30).
    met., Are we utterly bankrupt even as our fortunes? V. παντʼ ἀνεσκευάσμεθʼ ὥσπερ αἱ τυχαί; (Eur., El. 602).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bankrupt

  • 2 Centre in

    v.
    Depend on: P. ἀρτᾶσθαι ἐκ (gen.); see depend on.
    All evils centre in a long old age: V. πάντʼ ἐμπέφυκε τῷ μακρῷ γήρᾳ κακά (Soph., frag.).
    Much wisdom is centred in short speech: V. βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά (Soph., frag.).
    All that I spoke of is centred in this.: V. ἐνταῦθα γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται (Soph., O.C. 585).
    Your pain centres in one only and in him alone: V. τὸ μὲν γὰρ ὑμῶν ἄλγος εἰς ἕνʼ ἔρχεται μόνον καθʼ αὑτόν (Soph., O.R. 62).
    Be centred in oneself: P. εἰς ἑαυτὸν συλλέγεσθαι καὶ ἀθροίζεσθαι (Plat., Phaedo, 83A).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Centre in

  • 3 Message

    subs.
    P. and V. ἄγγελμα, τό, Ar. and P. ἀγγελία, ἡ, P. ἀπαγγελία, ἡ, V. κηρυκεύματα, τά.
    Word: P. and V. λόγος, ὁ, φήμη, ἡ (rare P.).
    You have heard all my message: V. τὰ μὲν παρʼ ἡμῶν παντʼ έχειν,(Eur., Phoen. 953).
    Send a message, v.: P. and V. ἐπιστέλλειν (absol.).
    Taking one's own mossage, adj.: P. and V. αὐτάγγελος.
    Proclamation: P. and V. κήρυγμα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Message

  • 4 Pell-mell

    adv.
    P. οὐδένι κόσμῳ, ἀτάκτως, χύδην, ἀναμίξ, P. and V. εἰκῆ, φύρδην (Xen.), or use adj., P. and V. συμμιγής (Plat.), σύμμικτος.
    They scattered all pell-mell: V. πάντʼ ἄνω τε καὶ κάτω διέφερον (Eur., Bacch. 753).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pell-mell

См. также в других словарях:

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

  • παντ' — παντί , πᾶς papa masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάντ' — πάντᾱͅ , πάντῃ every way doric (poetic indeclform adverb) πάντα , πᾶς papa masc acc sg πάντα , πᾶς papa neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάντ’ ἀναπτύσσει χρόνος. — См. Как ни крыться, а будет повиниться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. — οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. См. Счастью не вовсе верь! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔξ ἑνὸς τὰ πάντ’ ὅρα. — См. На один копыл чорт всех ляхов покроил …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Compensatory lengthening — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …   Wikipedia

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • παντεργέτης — και παντεργάτης, ὁ, ΜΑ αυτός που κατασκευάζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο) * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης, παν εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο) * + ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

  • παντορέκτης — (I) και παντορέκτης, ὁ, Α αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο ρρέκτης]. (II) ὁ, Α αυτός που επιθυμεί τα πάντα …   Dictionary of Greek

  • Pantograph — A pantograph (from Greek roots παντ all, every and γραφ to write , from their original use for copying writing) is a mechanical linkage connected in a special manner based on parallelograms so that the movement of one specified point is an… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»