-
1 παντ-
в сложн. словах = πᾶς -
2 παντ'
παντί, πᾶςpapa: masc /neut dat sg -
3 πάντ'
πάντᾱͅ, πάντῃevery way: doric (poetic indeclform adverb)πάντα, πᾶςpapa: masc acc sgπάντα, πᾶςpapa: neut nom /voc /acc pl -
4 παντ-όπτας
παντ-όπτας, dor. für παντόπτης, ὁ, = πανόπτης, der Alles sieht, Aesch. Suppl. 131, wie Soph. O. C. 1088, ὦ Ζεῦ παντόπτα; vgl. Ar. Av. 1058.
-
5 παντ-όφθαλμος
παντ-όφθαλμος, ganz Auge, Ar. frg. 525.
-
6 παντ-αρχία
παντ-αρχία, ἡ, Allherrschaft, Suid. v. παντοκρατορία.
-
7 παντ-αρκής
παντ-αρκής, ές, Allen helfend, Aesch. Pers. 841; Hesych. erkl. πᾶσι βοηϑός.
-
8 παντ-αυγής
παντ-αυγής, ές, Alles beäugelnd, ὄμμα, Maneth. 1, 287. 4, 122.
-
9 παντ-επ-όπτης
παντ-επ-όπτης, = πανεπόπτης, Ζεύς Schol. Ar. Ach. 434, u. bes. K. S., die auch davon das adj. παντεποπτικός bilden.
-
10 παντ-επί-σκοπος
παντ-επί-σκοπος, = πανεπίσκοπος, Sp.
-
11 παντ-επί-θῡμος
παντ-επί-θῡμος, = πανεπίϑῡμος, Sp.
-
12 παντ-εργέτης
παντ-εργέτης, ὁ, = πανεργέτης, Sp.
-
13 παντ-ευ-εργέτης
παντ-ευ-εργέτης, ὁ, der Allen wohlthut, Sp.
-
14 παντ-εύ-μορφος
παντ-εύ-μορφος, ganz schön gestaltet, Tzetz.
-
15 παντ-εξ-ουσία
παντ-εξ-ουσία, ἡ, die Allmacht, Sp.
-
16 παντ-εξ-ούσιος
παντ-εξ-ούσιος, allmächtig, Sp.
-
17 παντ-εν-έργητος
παντ-εν-έργητος, in Allem thätig, Sp.
-
18 παντ-αιτία
παντ-αιτία, ἡ, die Ursache aller Dinge, Sp.
-
19 παντ-αμάρτητος
παντ-αμάρτητος, in Allem sündig?
-
20 παντ-αίτιος
παντ-αίτιος, = παναίτιος, Sp.
См. также в других словарях:
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
παντ' — παντί , πᾶς papa masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάντ' — πάντᾱͅ , πάντῃ every way doric (poetic indeclform adverb) πάντα , πᾶς papa masc acc sg πάντα , πᾶς papa neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάντ’ ἀναπτύσσει χρόνος. — См. Как ни крыться, а будет повиниться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. — οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. См. Счастью не вовсе верь! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔξ ἑνὸς τὰ πάντ’ ὅρα. — См. На один копыл чорт всех ляхов покроил … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Compensatory lengthening — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis … Wikipedia
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
παντεργέτης — και παντεργάτης, ὁ, ΜΑ αυτός που κατασκευάζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο) * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης, παν εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο) * + ἐργάτης] … Dictionary of Greek
παντορέκτης — (I) και παντορέκτης, ὁ, Α αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο ρρέκτης]. (II) ὁ, Α αυτός που επιθυμεί τα πάντα … Dictionary of Greek
Pantograph — A pantograph (from Greek roots παντ all, every and γραφ to write , from their original use for copying writing) is a mechanical linkage connected in a special manner based on parallelograms so that the movement of one specified point is an… … Wikipedia